Η ζαριά της Τουρκίας στο τάβλι της Συρίας…

Γραφει ο Αδάμ Γιαννίκος… Αναφέροντας ότι η Τουρκία βοηθά οικονομικά το ISIS, αγοράζοντας πετρέλαια, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είπε κάτι που δεν ήταν γνωστό.

Εδώ και πάνω από ένα χρόνο ο διεθνής Τύπος βοά για τις σχέσεις Τουρκίας και Ισλαμικού Κράτους, ιδιαίτερα όπως αυτές αναπτύσσονται στο ζήτημα της χρηματοδότησης των τζιχαντιστών, αγγίζοντας τη μεγαλύτερη αυτή τη στιγμή έγνοια της Δύσης που είναι η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

«Χθες βράδυ, με υπόδειξη του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων (σ.σ. Μπαράκ Ομπάμα) διέταξα τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ να διεξάγουν επιχείρηση στην ανατολική Συρία για τη σύλληψη ενός αρχηγού του ISIL, γνωστού ως Αμπού Σαγιάφ (Abu Sayyaf) και της συζύγου του Ουμ Σαγιάφ (Umm Sayyaf). Ο Αμπού Σαγιάφ έχει εμπλακεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ISIL και συνδέεται άμεσα με τις παράνομες εμπορικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του ISIL».

Η ανακοίνωση έγινε από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Άστον Κάρτερ (Ashton Carter) στις 16 Μαΐου 2015. Από την επιχείρηση στην πόλη Ντειρ εζ-Ζορ (Deir Ezzor) την ομώνυμης συριακής επαρχίας στα σύνορα με το Ιράκ, ο Αμπού Σαγιάφ έπεσε νεκρός, η Ουμ Σαγιάφ συνελήφθη και, παράλληλα, όπως ανέφερε ο Κάρτερ, διεσώθη μια γυναίκα από τη φυλή των Γεζίντι, που οι Σαγιάφ κρατούσαν σκλάβα. Δεν υπήρξαν θύματα από την επίλεκτη ομάδα Delta Force.

Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων στη Συρία, που δεν αφορούσε απελευθέρωση ομήρων, αλλά χτυπούσε στον πυρήνα του Ισλαμικού Κράτους.

Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, πίσω από το πολεμικό όνομα «Αμπού Σαγιάφ» κρυβόταν ο Τυνήσιος Φατχί μπεν Αούν μπεν Τζιλντί Μουράτ αλ Τινισί (Fathi ben Awn ben Jildi Murad al-Tunisi), που είχε στοχοποιηθεί ως ο επικεφαλής του Ισλαμικού Κράτους σε ό,τι αφορούσε στο παράνομο εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου και τις σχετικές χρηματοδοτικές ροές .

Ανατολικά του Ντειρ εζ-Ζορ βρίσκονται οι πετρελαιοπηγές του Αλ Ομάρ (al-Omar), οι μεγαλύτερες στη Συρία, που είχαν καταληφθεί από το Ισλαμικό Κράτος τον Ιούλιο του 2014.

Ο θάνατος του Αμπού Σαγιάφ, που θεωρούνταν ότι μιλούσε απευθείας με τον Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι (Abu Bakr al-Baghdadi) ήταν η δεύτερη μεγάλη απώλεια για το Ισλαμικό Κράτος μέσα σε λίγες ημέρες.

Δύο μέρες νωρίτερα, η κυβέρνηση της Βαγδάτης είχε ανακοινώσει ότι σκότωσε σε αεροπορική επιδρομή στο βόρειο Ιράκ το νο.2 του ISIS, γνωστό και ως «Δικαστή των Δικαστών», τον Αμπού Αλαά αλ Αφρί (Abu Alaa al-Afri). Αυτές είναι μέχρι σήμερα οι μεγαλύτερες απώλειες υψηλόβαθμων του Ισλαμικού Κράτους.

Αναλυτές στα διεθνή Μέσα τόνιζαν τότε ότι το σημαντικότερο από αυτήν την κλιμάκωση των επιχειρήσεων κατά του ISIS, δεν ήταν ο θάνατος του Σαγιάφ, αλλά η πρόσβαση στα αρχεία του.

Μόλις στις 20 Νοεμβρίου, ο προσφάτως διορισμένος στη θέση του «Ειδικού Προεδρικού Απεσταλμένου στην Παγκόσμια Συμμαχία κατά του ISIL», Μπρετ Μαγκούρκ (Brett McGurk), δήλωσε ότι ο όγκος των πληροφοριών που περιήλθαν στα χέρια των ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος σε ολόκληρη την ιστορία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Πόλεμος δι’ αντιπροσώπων

Στις 26 Ιουλίου 2015, ο βρετανικός Guardian είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ επιβεβαίωνε ότι σε εκείνη την επιδρομή είχαν βρεθεί «εκατοντάδες στικάκια και έγγραφα», με μία όμως προσθήκη που άλλαζε την εικόνα: όπως αποκάλυπτε η πηγή του ρεπορτάζ, ανώτερος δυτικός αξιωματούχος που είχε δει το υλικό, δήλωσε ότι ήταν πλέον «αδιάψευστες» οι απευθείας συναλλαγές ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματούχους και ηγέτες του Ισλαμικού Κράτους. Ο δυτικός αξιωματούχος δήλωνε ότι ήταν «τόσο καθαροί» οι δεσμοί ανάμεσα σε Τούρκους και τζιχαντιστές που «θα μπορούσαν να έχουν βαθιές επιπτώσεις στις σχέσεις μας με την Άγκυρα».

Το δημοσίευμα ερχόταν στον απόηχο της πολύνεκρης τρομοκρατικής επίθεσης του ISIS στην τουρκική πόλη Σουρούτς (Suruç), βορείως του Κομπάνι στις 20 Ιουλίου, και τρεις μέρες μετά από μια σημαντική διπλή εξέλιξη στο μέτωπο του πολέμου. Στις 23 Ιουλίου 2015, τουρκικά αεροσκάφη βομβάρδισαν θέσεις του ISIS εντός Συρίας, απαντώντας ευθέως στην προγενέστερη επίθεση τζιχαντιστών που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός Τούρκου στρατιώτη στο συνοριακό πέρασμα του Κιλίς, 100 χλμ. ανατολικά του Κομπάνι, όπου -σημειωτέον- υπάρχει μεγάλο στρατόπεδο Σύρων προσφύγων. Την ίδια μέρα, η Άγκυρα θα έδινε την έγκρισή της στην αμερικανική πολεμική αεροπορία να κάνει χρήση των βάσεων του Ινσιρλίκ και του Ντιγιαρμπακίρ.

Την επόμενη ημέρα, μεταδόθηκε από ανώνυμες τουρκικές πηγές μέσω της τουρκικής Hurriyet ότι η Ούασιγτκον είχε δώσει, ως αντάλλαγμα για τη χρήση των αεροπορικών της βάσεων, αυτό που διακαώς επιθυμούσε η Άγκυρα: ζώνη απαγόρευσης πτήσεων σε βάθος 40-50 χλμ. εντός του συριακού εδάφους και πλάτους 90 χλμ. κατά μήκος των συνόρων ανάμεσα στις συριακές πόλεις Μαρέα (Marea) και Γιαραμπλους (Jarablus), περίπου δηλαδή από το Κιλίς έως το Κομπάνι. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι βάσει της συμφωνίας η Τουρκία δεν θα στρεφόταν εναντίον των κουρδικών δυνάμεων στη Συρία, αν αυτές δεν απειλούσαν τη δημογραφική σύσταση της περιοχής.

Δεν υπήρξε καμία επίσημη επιβεβαίωση ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο της συμφωνίας. Αντιθέτως, την ίδια μέρα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου (Ahmed Davutoglu) δήλωνε σε συνέντευξη Τύπου ότι οι αεροπορικές επιδρομές της προηγούμενης ημέρας ήταν ανεξάρτητες από τις αμερικανοτουρκικές συνομιλίες.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου, η αμερικανική κυβέρνηση εγκαλούσε το Κρεμλίνο για την επίσκεψη στη Μόσχα, στα τέλη Ιουλίου, του Ιρανού υποστράτηγου Κασέμ Σολεϊμανί (Qasem Soleimani), κατηγορώντας τη ρωσική κυβέρνηση ότι παραβίαζε το διεθνές εμπάργκο κατά του Ιράν. Η είδηση έλαβε διαστάσεις στον αμερικανικά ΜΜΕ, καθώς ο Ιρανός αξιωματικός συμπεριλαμβανόταν από το 2007 στη διεθνή λίστα των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Από την πλευρά τους, τα ιρανικά ΜΜΕ μετέδιδαν ότι οι συζητήσεις του Σολεϊμανί αφορούσαν πωλήσεις όπλων.

Ο βετεράνος του πολυετούς πολέμου Ιράν-Ιράκ, που το BBC τον είχε φέτος χαρακτηρίσει ως «ανερχόμενο αστέρα του Ιράν», ήταν από το 1998 ο διοικητής της Sepāh-e Qods (Δύναμη της Ιερουσαλήμ), μιας αντίστοιχης Delta Force εντός των Φρουρών της Επανάστασης. Ο ανώτατος αξιωματικός του Ιρανικού στρατου είχε δώσει τα διαπιστευτήριά του τον περασμένο Μάρτιο, όταν διοικούσε τις επίλεκτες ιρανικες μονάδες που επιχειρούσαν στο βόρειο Ιράκ για την ανακατάληψη του Τικρίτ από το ISIS. Η επίσκεψή του στη Μόσχα γινόταν ακριβώς την εποχή που φούσκωναν οι φήμες για επικείμενη αμερικανοτουρκική συμφωνία στη Συρία.

Όπως αποκαλύφθηκε σε μεταγενέστερο ρεπορτάζ του Reuters, o Σολεϊμανί ήταν αυτός που έπεισε τη Μόσχα σε εκείνη την επίσκεψή του να προχωρήσει στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς δύο μήνες μετά, στις 30 Οκτωβρίου, μετά από επίσημη πρόσκληση της Δαμασκού, που νομιμοποιούσε την στρατιωτική αυτή επέμβαση. Οι ιρανικές ειδικές δυνάμεις θα επιχειρούσαν από το έδαφος με τη συνδρομή της ρωσικής αεροπορίας, δίνοντας στρατηγικό πλεονέκτημα στον στρατό του Άσαντ απέναντι σε αντικαθεστωτικούς και τζιχαντιστές.

Ο τρόπος που λειτούργησε τότε η Μόσχα, αθόρυβα και αποτελεσματικά, αλλάζοντας τα δεδομένα στη Συρία, είναι ενδεικτικός αναφορικά με τις εικασίες για το ποια μπορεί να είναι η απάντηση του Πούτιν στο σημερινό χτύπημα της Άγκυρας.

Η Συμφωνία του Ινσιρλίκ και οι Τουρκμένοι

Μπορεί στην πορεία των πραγμάτων η ιρανορωσική συνεννόηση να αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από την αμερικανοτουρκική, δεν ήταν όμως αυτή η εντύπωση που είχε μείνει από τις επαφές Αμερικανών και Τούρκων το προηγούμενο διάστημα.

Στις 2 Αυγούστου, η Άγκυρα υποδεχόταν τον Μπρετ Μαγκούρκ για να οριστικοποιηθούν οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρήσης των αεροπορικών της βάσεων κατά του ISIS. Σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου από την Hurriyet, ο Αμερικανός αξιωματούχος δήλωνε ότι «δεν μπορούμε να πετύχουμε κατά του ISIL χωρίς την Τουρκία», σημειώνοντας ότι οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί που είχαν ξεκινήσει την προηγούμενη ημέρα συνιστούν πραγματική «αλλαγή του παιχνιδιού», καθώς η διάρκεια μιας πτήσης από το Ινσιρλίκ στη Συρία είναι 15 λεπτά, πολύ συντομότερη από τις τρεις ώρες που χρειάζεται ένα μαχητικό να απογειωθεί από το Μπαχρέιν και να βομβαρδίσει στόχους στη Συρία. «Η κυβέρνηση της Άγκυρας κατέστησε σαφές ότι δεσμεύεται πλήρως στον αγώνα κατά του ISIL»τόνισε, αναδεικνύοντας το μείζον ζήτημα που απασχολούσε τον Λευκό Οίκο.

Αποκωδικοποιώντας τα όσα είπε ο Μαγκούρκ, η δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη σταχυολόγησε τα σημαντικότερα σημεία της. Πρώτα και κύρια, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Άγκυρα για το άνοιγμα του Ινσιρλίκ διήρκησαν εννέα μήνες και οριστικοποιήθηκαν στις 7-8 Ιουλίου. «Πολλά συνέβησαν μεταξύ 8 και 22 Ιουλίου», είχε πει ο Αμερικανός αξιωματούχος. Πράγματι, στις 22 Ιουλίου, δύο μέρες μετά το χτύπημα του ISIS στο Σουρούτς, οι πρόεδροι των δύο χωρών είχαν τηλεφωνική επικοινωνία, όπου ο Ερντογάν διαβεβαίωσε τον Ομπάμα πως στηρίζει την εκστρατεία των ΗΠΑ, ανοίγοντας τον δρόμο για τη «Συμφωνία του Ινσιρλίκ».

Η Hurriyet εκτιμούσε ότι οι εξελίξεις αυτές ισχυροποιούσαν τη διεθνή θέση της Τουρκίας, καθώς πλην των ΗΠΑ κανένας άλλος από τους συμμάχους τους δεν έβαλλε αεροπορικώς κατά των τζιχαντιστών στη Συρία (σ.σ. οι Βρετανοί βομβαρδίζουν στο Ιράκ). Αυτό, βεβαίως, ήταν κάτι που θα άλλαζε με την είσοδο της Γαλλίας στον πόλεμο, ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι, καταρρίπτοντας έτσι πρόωρα άλλο ένα τουρκικό επιχείρημα.

Επιπλέον, το μεγάλο αγκάθι ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις παρέμενε. Οι ΗΠΑ θα συνέχιζαν, κατά δήλωση του Μαγκούρκ, να στηρίζουν το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) των Κούρδων της Συρίας, διαχωρίζοντάς το από το PKK. Ο Αμερικανός αξιωματούχος ήταν κατηγορηματικός: «προφανώς τους βοηθούμε από αέρος να αποδυναμώσουν το Daesh στις περιοχές αυτές». Ο Μαγκούρκ τόνιζε ότι ο στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ είναι «η φθορά και, τελικώς, η νίκη κατά του Daesh, η συνεργασία με τους Κούρδους της Συρίας είναι «εξαιρετικά επιτυχής» και η «απομόνωση της Ράκα (Raqqa) είναι το κλειδί για την επιτυχία της εκστρατείας μας».

Ως προς το τουρκικό αίτημα για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, ο Μαγκούρκ είπε ότι οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν κάτι τέτοιο «για διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης», αντιτείνοντας ότι προέχει να εκκαθαριστεί από τους τζιχαντιστές η ζώνη ανάμεσα στο Αζάζ (σ.σ. βορειοδυτικά της Μαρέα και απέναντι απ’ το Κιλίς) έως τη Γιαραμπλούς, ώστε σε μεταγενέστερο χρόνο να επιστρέψουν εκεί οι πρόσφυγες.

Η ανάλυση της Hurriyet κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ προσπάθησαν να καλύψουν τη μισή απόσταση που τους χωρίζει από την Τουρκία και εστίαζε στη συμφωνία των δύο πλευρών για ενίσχυση των «μετριοπαθών ανταρτών», με την τουρκική εφημερίδα να εξηγεί ότι σε αυτές συμπεριλαμβάνονται ο «Ελεύθερος Συριακός Στρατός και οι ταξιαρχίες των Τουρκμένων», που σήμερα έκαναν την εμφάνισή τους στο διεθνές προσκήνιο με την κατάρριψη στις περιοχές τους του ρωσικού μαχητικού.

Αδάμ Γιαννίκος – cnn.gr