Ο επανεξοπλισμός (Rearm) αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής και αντανακλά τον παγκόσμιο γεωπολιτικό/οικονομικό μετασχηματισμό. Στη ρίζα του βρίσκονται αναμφίβολα οικονομικά κίνητρα, αλλά και η έκφραση ιδιαίτερων ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών συνθηκών. Το 2024, οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες έφτασαν στο ιστορικό υψηλό των 2,67 τρισ. δολαρίων.
Σύμφωνα με τον Πωλ Κένεντυ (1), το 1937, λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η στρατιωτική δαπάνη, κατά σειρά, ήταν: Ιαπωνία (28,2 δισ δολάρια), Σοβιετική Ένωση (26,4 δισ), Γερμανία (23,5 δισ), Ιταλία (14,5 δις), Γαλλία (9,1 δισ), Βρετανική Αυτοκρατορία (5,7 δισ) και ΗΠΑ (1,5 δισ). Τα ποσά αντικατοπτρίζουν και την πρώτη φάση του πολέμου, όπου Ιαπωνία και Γερμανία σαρώνουν, η Σοβιετική Ένωση προσπαθεί να γίνει ανταγωνιστική, η Γαλλία συντρίβεται, η Μ. Βρετανία ηττάται, ενώ οι ΗΠΑ είναι ακόμα στον απομονωτισμό του Δόγματος Μονρόε.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι συγκρούσεις αφορούσαν εσωτερικές κρίσεις στις σφαίρες επιρροής των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να επεκτείνουν ή να υπερασπιστούν την περιοχή ηγεμονίας τους.
Από τις αρχές του 2000, η διεθνής τάξη που θεμελιώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασισμένη στην βαρύνουσα θέση των Ηνωμένων Εθνών (Διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο, 1945), σταδιακά απονομιμοποιήθηκε. Οι πόλεμοι των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ (2001-2003) δεν είχαν απόφαση του ΟΗΕ, αλλά στηρίχθηκαν στο δικαίωμα στην αυτοάμυνα (Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών) και σε ψηφίσματα κατά της τρομοκρατίας. Η μεταπολεμική ιμπεριαλιστική πολιτική, των οικονομικών και πολιτισμικών μέσων πίεσης, σε ένα πλαίσιο «ελεύθερου εμπορίου» και κατόπιν παγκοσμιοποίησης, είναι πλέον εντελώς ξεπερασμένη. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός έχει ανακαλύψει ξανά τη χρήση της στρατιωτικής βίας ως κύριο βραχίονα πολιτικής.
Η τρέχουσα δομή των διεθνών σχέσεων θυμίζει περισσότερο την κατάσταση πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου απέναντι στην αυξανόμενη επιθετικότητα των κρατών, δεν υπήρξε κάποιος υπερεθνικός μηχανισμός εξουσίας που θα μπορούσε να διαχειρισθεί τις συγκρούσεις, σε ένα επίπεδο συνεργασίας. Τα εργαλεία είναι παρόμοια: α) υπεράσπιση των εθνικών οικονομικών συμφερόντων και τομέων στρατηγικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια, μέσω του προστατευτισμού β) χρήση στρατιωτικής βίας για τη ρύθμιση των συγκρούσεων σε γεωγραφικές περιοχές που θεωρούνται στρατηγικού ενδιαφέροντος γ) εδαφική επέκταση δ) εσωτερική συναίνεση μέσω πολιτικών έντονης προπαγάνδας ε) κυβερνητικοί θεσμοί με αυταρχικό προσανατολισμό. (2)
Διαλεκτικά, η εποχή της παγκοσμιοποίησης δημιούργησε την αντίθεσή της, την επιστροφή στο εθνικό συμφέρον, θέτοντας σε κρίση όλα τα πεδία διεθνούς συνεργασίας, ξεκινώντας από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία σήμερα φαίνεται πολύ αποδυναμωμένη.
Η «τρέλα» των εξοπλισμών
Από τον Ιούνιο του 2025, οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ (εκτός από την προοδευτική Ισπανία) υποχρεούνται να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Το 3,5% για «καθαρή άμυνα» και 1,5% ευρύτερα στην ασφάλεια. Απόφαση που εντείνει τον παγκόσμιο στρατιωτικό ανταγωνισμό. Αυτό το ποσοστό ξεπερνούν μόνο η Ουκρανία (34,8%), η Ρωσία (7,05%), το Ισραήλ (8,78%) και η Σ. Αραβία (7,3%), ενώ η Κίνα, με το δεύτερο υψηλότερο ΑΕΠ παγκόσμια, ξοδεύει σταθερά στη δεκαετία 1,71% του ΑΕΠ της.
Σύμφωνα με το ΝΑΤΟ (2024), στη δεκαετία 2014 – 2024, η Ελλάδα αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 38,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αν ο εξοπλισμός ορισμένων χωρών της Α. Ευρώπης (Λετονία 235%, Λιθουανία 223%, Πολωνία 119%) αφορά την ρωσική γειτνίαση, είναι εντυπωσιακή η αύξηση σε Λουξεμβούργο (248%), Δανία (106%) και Σουηδία (101,8%).
Μαζί με τον επανεξοπλισμό του ΝΑΤΟ ήρθε και το ευρωπαϊκό ReArm Europe Plan/Readiness 2030, που στοχεύει στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ της ΕΕ (1,9% σήμερα), κινητοποιώντας πόρους ύψους 800 δις ευρώ.
Ο πόλεμος που ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (Φεβρουάριος 2022) ήταν η αφορμή του επανεξοπλισμού. Είναι φανερό ότι οι χώρες της Δύσης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της σύγκρουσης. Αποδεικνύεται από τα συγκεντρωτικά στοιχεία του Kiel Institute για την Παγκόσμια Οικονομία και δημοσιεύθηκαν στο Ukraine Support Tracker.
Την περίοδο Ιανουάριος 2022 – Ιούνιος 2025, οι χώρες της ΕΕ προέβησαν σε συμφωνίες στρατιωτικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ουκρανία, συνολικού ύψους 205 δις, χωρίς εγγυήσεις. Από αυτά έχουν διατεθεί περίπου 141 δις ευρώ. Συνεπώς, η ΕΕ πρέπει ακόμη να παράσχει στην Ουκρανία ακόμα 64 δις. Για την ισχνή οικονομία της ΕΕ, το ποσό είναι υπέρογκο, γι’ αυτό προσανατολίζεται στην, μάλλον προβληματική, χρησιμοποίηση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. Οι ΗΠΑ, αντίστοιχα, έχουν παράσχει στην Ουκρανία 114 δις ευρώ από τα 116 δις ευρώ που είχε συμφωνηθεί, λαμβάνοντας όμως αντίστοιχες εγγυήσεις.
Οι εισαγωγές πολεμικού υλικού δείχνουν και τον γεωπολιτική-οικονομική κατεύθυνση/εξάρτηση της κάθε χώρας. Στην περίοδο 2020-2024, ενδεικτικά, η Ουκρανία εισήγαγε οπλισμό κύρια από ΗΠΑ, Γερμανία και Πολωνία. Η Ινδία από Ρωσία, Γαλλία, Ισραήλ. Το Πακιστάν από Κίνα και ελάχιστα από Τουρκία και Κάτω Χώρες. Η Ιαπωνία από ΗΠΑ και ελάχιστα από Βρετανία. Η Σ. Αραβία από ΗΠΑ, Ισπανία, Γαλλία. Το Κατάρ από ΗΠΑ, Ιταλία, Βρετανία. Η Αίγυπτος από Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία. (3)
WHY?
Μια πρώτη εξήγηση, αλλά εντελώς επιφανειακή, είναι ο ρωσικός κίνδυνος μετά την εισβολή στην Κριμαία (2014), όπως αιτιολογείται στην έκθεση του Σχεδίου ReArm Europe. Γιατί, όπως γράφει και το SIPRI (Yearbook 2025), όσα χρήματα και αν δαπανήσει η ΕΕ, δεν θα μπορέσει να γεφυρώσει το τρέχον χάσμα με την Ρωσία στο στρατιωτικό τους οπλοστάσιο.
Το πυρηνικό δυναμικό της ΕΕ (Γαλλία) είναι μόλις 5,3% του ρωσικού. Μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρώπη φτάνει στο 9,4% της Μόσχας. Αυτό σημαίνει ότι ευρωπαϊκή αποτροπή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προστασία των ΗΠΑ, εντός του ΝΑΤΟ. Συνεπώς οι εξοπλισμοί όχι μόνο δεν προχωρούν την αυτονομία της ΕΕ, αλλά αντίθετα προωθούν την πλήρη υποταγή της ΕΕ στις ΗΠΑ.
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από ένα κράτος γίνεται αντιληπτή ως απειλή από τα άλλα κράτη. Αυτή η αμοιβαία αντίληψη κινδύνου πυροδοτεί μια σπείρα ανασφάλειας, ξεκινώντας έναν γενικευμένο ανταγωνισμό εξοπλισμών που στοχεύει στην αποκατάσταση μιας ισορροπίας δυνάμεων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας «φαύλος κύκλος» στον οποίο κάθε κράτος επιδιώκει να αυξήσει τη δική του ασφάλεια, πυροδοτώντας συμμετρικές αντιδράσεις.
Ταυτόχρονα ενεργοποιεί οικονομικούς μηχανισμούς μέσω του «Καπιταλισμού της Επιτήρησης»(4), όπου η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών δεν είναι τόσο μια απάντηση σε πραγματικές απειλές, όσο μια στρατηγική για την τροφοδότηση ενός κύκλου ανασφάλειας που δικαιολογεί περαιτέρω επενδύσεις στον αμυντικό τομέα.
Μια πιο σύνθετη εξήγηση αφορά τη σχέση μεταξύ της πολιτικής επανεξοπλισμού και οικονομικών συμφερόντων, μια σχέση που υποστηρίζει η θεωρία του ιμπεριαλισμού. Αυτή η σχέση καταγγέλθηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ (1960) ως «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα» για να περιγράψει μια ισχυρή δομή που ενώνει κατασκευαστές όπλων, πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακούς ερευνητές σε ένα λόμπι συμφερόντων, με κοινό στόχο την αύξηση των δημόσιων δαπανών προς την πολεμική βιομηχανία.
Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν μια νέα μορφή κρατικού καπιταλισμού, τη δεκαετία του 1960, που ονομάστηκε «καπιταλισμός του Πενταγώνου». Ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Άμυνας (Πολέμου όπως ονομάζεται τραμπικά) των ΗΠΑ (με 3,2 εκ υπαλλήλους) είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμια, αγγίζοντας το 1 τρις δολάρια (2024). Το 2023, οι αμυντικές συμβάσεις ξεπέρασαν τα 450 δις δολάρια, κυρίως σε πέντε μεγάλες εταιρείες: Lockheed Martin (σχεδόν 65 δις δολάρια), RTX (πρώην Raytheon Technologies, 40 δις ), Northrop Grumman (35 δις), General Dynamics (33 δις), Boeing Defense (32 δις). (5)
Το Rearm τείνει να δημιουργήσει μια μόνιμη πολεμική οικονομία, με τις στρατιωτικές δαπάνες να γίνονται βασικό μέρος της εθνικής οικονομίας, ανεξάρτητα από το αν η χώρα βρίσκεται πραγματικά σε κατάσταση κινδύνου. Αυτό το σύστημα είναι χαμηλής ανάπτυξης, περιορίζει τις δυνατότητες κοινωνικής ευημερίας και τείνει σε αυταρχικές ακροδεξιές πολιτικές. Είναι επίσης πλήρως αναποτελεσματικό, καθώς η μονομέρεια στην στρατιωτική παραγωγή οδηγεί σε μεταφορά πόρων από άλλους κρίσιμους τομείς, ενώ πνίγει την καινοτομία. Ο δε πολλαπλασιαστής ανάπτυξης των στρατιωτικών επενδύσεων είναι πολύ χαμηλός (0,5%). Σύμφωνα με τον Πωλ Κένεντυ (1), οι στρατιωτικές δαπάνες, αν και απαραίτητες για τη διατήρηση ενός επιπέδου ασφάλειας, μπορούν να γίνουν παράγοντας παρακμής εάν υπερβούν την παραγωγική ικανότητα μιας εθνικής οικονομίας.
Φυσικά, η κούρσα των εξοπλισμών επηρεάζει και τις χρηματαγορές, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για κερδοσκοπικές κινήσεις. Την τελευταία τριετία οι μετοχές του αμυντικού τομέα παρουσίασαν τεράστια απόδοση. Οι επενδυτές αγοράζουν, στοιχηματίζοντας βραχυπρόθεσμα στην περαιτέρω αύξηση της αξίας τους. Αυτό δημιουργεί μια συνεχή αύξηση των τιμών τους από την προσδοκία μελλοντικών κερδών που συνδέονται με διεθνείς συγκρούσεις. Όσο πιο συγκρουσιακό είναι το διεθνές κλίμα, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος. Η ειρήνη δεν συμφέρει. Η κερδοσκοπία μπορεί να οδηγήσει σε χρηματοοικονομική φούσκα στον αμυντικό κλάδο, ειδικά αν αλλάξουν οι γεωπολιτικές συνθήκες ή αν δεν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες.
Το Παγκόσμιο ΝΑΤΟ, η δημιουργία των BRICS+, όπως και η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), στην Τιαντζίν, έδειξαν πώς δημιουργούνται τα νέα συστήματα συμμαχιών, μετά την κατάρρευση της προηγούμενης τάξης πραγμάτων. Κάθε σύστημα προσπαθεί να εδραιώσει τη γεωπολιτική του θέση και στη συνέχεια να διαπραγματευτεί από πλεονεκτική θέση. Το αποτέλεσμα αυτής της φάσης θα οδηγήσει, μακροχρόνια, σε μια νέα παγκόσμια τάξη που θα χαρακτηρίζεται από μια νέα ισορροπία. Αλλά μέχρι να βρεθεί η ισορροπία, η διεθνής πολιτική θα χαρακτηρίζεται από συστημική αστάθεια, όπου ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών, θα είναι το χαρακτηριστικό της. Με κίνδυνο να ξεφύγει η κατάσταση.
1. Paul Kennedy, The Rise and Fall of the Great Powers, 1988
2. https://www.economiaepolitica.it/industria-e-mercati/la-corsa-al-riarmo-i-dati-e-le-prospettive
3. SIPRI Arms Transfers Database, March 2025
4. Shoshana Zuboff (2019) the age of surveillance capitalism
5. SIPRI Top 100 arms-producing and military services companies in the world database
(Ο Λευτέρης Στουκογεώργος είναι οικονομολόγος – το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα dnews.gr)