Μια από τις βασικές προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής που διακηρύσσει η κυβέρνηση είναι ο μετασχηματισμός του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Ο στόχος είναι να ξεφύγουμε από τη σημερινή διάρθρωση της οικονομίας που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα, υψηλή κατανάλωση και υψηλές εισαγωγές, και παράλληλα αναιμικές επενδύσεις και εξαγωγές, με εξαίρεση τις τουριστικές εισπράξεις. Το πρότυπο αυτό δεν οδηγεί σε διατηρήσιμη και αυτόνομη ανάπτυξη, αλλά θα έχει την οικονομία πάντα εξαρτώμενη από εξωτερικές χρηματοδοτήσεις και βοήθειες.
Στο νέο πρότυπο που είναι αναγκαίο για τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές θα πρέπει οι κύριοι προωθητικοί παράγοντες της ανάπτυξης να είναι οι επενδύσεις που θα ενισχύσουν την δυνητική παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, αλλά και οι εξαγωγές υψηλής προστιθέμενης αξίας που μαζί με την αναγκαία υποκατάσταση εισαγωγών θα συμβάλουν στη χαλάρωση του περιορισμού που προκαλεί το εξωτερικό ισοζύγιο στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Στις 16 Οκτωβρίου η ΕΛΣΤΑΤ έδωσε στη δημοσιότητα τη δεύτερη εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2024 αλλά και όλα τα επιμέρους στοιχεία των εθνικών λογαριασμών από το 1995 και μετά. Η κοινοποίηση αυτών των στοιχείων δίνει ένα καλό πλαίσιο για να εξετάσουμε τις εξελίξεις στην αλλαγή προτύπου της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τη νέα εκτίμηση το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,1% το 2024 έναντι 2,3% που ήταν η αρχική εκτίμηση στην πρώτη κοινοποίηση των στοιχείων την άνοιξη του 2025. Η κατά 2,1% αύξηση του ΑΕΠ το 2024 οφείλεται κυρίως στη θετική συμβολή της εγχώριας ζήτησης (κυρίως κατανάλωση) κατά 2,0% και στη μεταβολή των αποθεμάτων που συνέβαλλε στην άνοδο κατά 1,7%. Ο εξωτερικός τομέας με πολύ αυξημένες εισαγωγές κατά 4,8% και ασθμαίνουσες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, αφαίρεσε από την άνοδο του ΑΕΠ 1,6 εκατοστιαίες μονάδες.
Αυτή είναι η γενική εικόνα της αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Ακολουθούν κάποια πιο ειδικά σχόλια.
Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 4,5%, άνοδος μάλλον υποτονική αν λάβουμε υπόψη ότι τα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ, αγροτικά) ήταν πλήρως ενεργά το 2024. Σημειώνεται, ότι στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024 το υπουργείο Οικονομικών είχε προβλέψει άνοδο των επενδύσεων κατά 15,5% το 2024 με το σκεπτικό ότι οι άφθονοι διαθέσιμοι πόροι θα χρηματοδοτήσουν έργα που συνδέονταν με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη μετάβαση, τις υποδομές και την κακοκαιρία Daniel. Οι προσδοκίες αυτές δεν επαληθεύτηκαν.
Όμως γιατί τόσο μεγάλη απόκλιση μεταξύ προβλέψεων και πραγματοποιήσεων; Το υπουργείο δεν λογοδοτεί.
Η συμμετοχή των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ την τριετία 2023-25 παραμένει σταθερή οριακά γύρω στο 16,0%. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι αυτό το ποσοστό ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά, ότι το επενδυτικό κενό κλείνει και πλησιάζουμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Τα στοιχεία δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό.
Οι μεταβολές των αποθεμάτων (που περιλαμβάνουν και τις στατιστικές διαφορές του συστήματος) εξελίσσονται σε κύριο προωθητικό παράγοντα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 αλλά και το πρώτο μισό του 2025 σύμφωνα με τους ετήσιους και τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς. Το ζήτημα των υπερβολικά υψηλών αποθεμάτων έχει αναδείξει ο καθηγητής Τ. Γιαννίτσης σε σχετικά πρόσφατο άρθρο του στα ΝΕΑ αλλά και ο υποφαινόμενος σε αναρτήσεις στο FB και σε άρθρο στον ηλεκτρονικό τύπο.
Η ΕΛΣΤΑΤ απάντησε με οξύτητα στον κύριο Γιαννίτση δηλώνοντας ότι το πρόβλημα είναι προσωρινό, θα λυθεί με την κοινοποίηση των ετήσιων στοιχείων στις 16 Οκτωβρίου όπου θα υπάρχει πλήρης πληροφόρηση. Δεν λύθηκε όμως, δεν έγινε η κατανομή των αποθεμάτων στα στοιχεία της ζήτησης όπως είχαν ισχυριστεί.
Προς το παρόν, η μεταβολή των αποθεμάτων κρατά το ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ σε αξιοπρεπή επίπεδα υψηλότερα από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Χωρίς τη συμβολή των αποθεμάτων ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ θα ήταν οριακά στη θετική περιοχή.
Ο εξωτερικός τομέας εξακολουθεί και το 2024 να συμβάλλει έντονα αρνητικά όπως και στο πρώτο εξάμηνο του 2025. Ειδικότερα, οι εξαγωγές αγαθών το 2024 μειώθηκαν κατά 1,3% έναντι του 2023, αλλά και το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ μειώθηκε το 2023 και το 2024.
Τα στοιχεία που παρέθεσα δείχνουν ότι δεν έχει γίνει η απαραίτητη πρόοδος, η ελληνική οικονομία δεν έχει μετασχηματιστεί προς ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο αυτοδύναμης ανάπτυξης. Τρία μνημόνια και απώλεια 25% του ΑΕΠ δεν ήταν αρκετά για να ανατάξουν την οικονομία.
Προφανώς η ακολουθούμενη πολιτική δεν είναι η ενδεδειγμένη δεν οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα παρά το γεγονός ότι έχουμε αφθονία πόρων και οι εξωτερικές διαταραχές δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρές το τελευταίο διάστημα.
Ισχυρές μεταρρυθμιστικές προθέσεις διατυπώνονται συνεχώς, τα διαθέσιμα στοιχεία όμως δεν δείχνουν ότι αυτές πραγματοποιούνται αποτελεσματικά. Η απόδοση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι βέβαια μια αργή διαδικασία, ωστόσο και τα χρόνια που έχουν νομοθετηθεί είναι πολλά. Θα έπρεπε να φαίνεται πιο έντονο το αποτύπωμά τους στην οικονομία.
(Ο Νίκος Ζόνζηλος είναι επιστημονικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)