Το Ειρηνευτικό Σχέδιο των Είκοσι Σημείων

H εύθραυστη εκεχειρία Ισραήλ – Χαμάς και η εξάρτηση ως μορφή μεταπολεμικής διακυβέρνησης.
της Κωνσταντίναςς Οικονόμου

Στις 8 Οκτωβρίου 2025, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε την αποδοχή από το Ισραήλ και τη Χαμάς της πρώτης φάσης του Ειρηνευτικού Σχεδίου των Είκοσι Σημείων. Σύμφωνα με αυτό, η πρώτη φάση προβλέπει την άμεση παύση των εχθροπραξιών, την επιστροφή στο Ισραήλ όλων των ομήρων που εξακολουθούσαν να κρατούνται παρανόμως από τη Χαμάς –ζωντανών και νεκρών– και την απρόσκοπτη ροή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας. Οι ρυθμίσεις αυτές στηρίζονται στα συμφωνηθέντα κατά την αποτυχημένη εκεχειρία της 19ης Ιανουαρίου 2025, προβλέποντας την αποκατάσταση των βασικών υποδομών, την επαναλειτουργία νοσοκομείων, καθώς και την είσοδο τεχνικού εξοπλισμού, για την απομάκρυνση των ερειπίων και την αποκατάσταση της οδικής πρόσβασης. Η εκεχειρία τέθηκε σε ισχύ στις 10 Οκτωβρίου, σηματοδοτώντας –τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής– τη μετάβαση από τη στρατιωτική αντιπαράθεση σε μια φάση διαπραγματευτικής ανασυγκρότησης.

Η συμφωνία, την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ, με το γνώριμο υπερθετικό του ύφος, παρουσίασε ως «μία από τις σημαντικότερες ημέρες στην ιστορία του πολιτισμού» και ως την απαρχή μιας «αιώνιας ειρήνης στη Μέση Ανατολή», έγινε δεκτή με εμφανή ικανοποίηση από τη διεθνή κοινότητα, τόσο στη Δύση όσο και στον αραβικό κόσμο. Η πολιτική και επικοινωνιακή της προβολή απέκτησε αμέσως χαρακτήρα θριάμβου: η εν πολλοίς συμβολική Σύνοδος Ειρήνης για τη Γάζα, που συγκλήθηκε στο Σαρμ ελ Σέιχ της Αιγύπτου στις 13 Οκτωβρίου, λειτούργησε ως τελετουργική επικύρωση του αφηγήματος μιας ιστορικής στροφής. Οι διεθνείς ηγέτες που συμμετείχαν, χαιρέτησαν την πρωτοβουλία ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας της αμερικανικής διαμεσολάβησης και ως απαρχή μιας νέας περιόδου σταθερότητας για την περιοχή, παρότι δεν υπέγραψαν το ίδιο το Σχέδιο των 20 Σημείων για τη Γάζα, το οποίο η Σύνοδος απέφυγε να εγκρίνει επισήμως. Αντ’ αυτού, οι τέσσερις μεσολαβητές, Ηνωμένες Πολιτείες, Αίγυπτος, Κατάρ και Τουρκία, υπέγραψαν ένα σύντομο, γενικόλογο και αμφίσημο κείμενο, τη «Διακήρυξη Τραμπ για Διαρκή Ειρήνη και Ευημερία», στο οποίο ούτε το Ισραήλ, και φυσικά, ούτε κάποιος εκπρόσωπος της Παλαιστίνης έθεσαν την υπογραφή τους. Ωστόσο, πίσω από τη ρητορική της αισιοδοξίας και την επιφανειακή ομοφωνία, η συμφωνία προδιέγραφε τις εντάσεις που θα αναδύονταν αμέσως μετά, αποκαλύπτοντας την απόσταση ανάμεσα στη φαινομενική διπλωματική κανονικότητα και την πραγματικότητα. Η ακόλουθη ανάλυση υποστηρίζει ότι, πίσω από την τελετουργική αισιοδοξία, το Σχέδιο δεν επανασυνδέει την ειρήνη με τη νομιμότητα, αλλά, αντίθετα, κανονικοποιεί μια μεταβατική εξάρτηση με αβέβαιη κατάληξη.

Από την εύθραυστη ελπίδα στις πρώτες ρωγμές δυσπιστίας

Αν μη τι άλλο, η συμφωνία αυτή υπήρξε για τις δύο κοινωνίες, έστω και στιγμιαία, μια ανάσα έπειτα από δύο χρόνια πολέμου. Για τους Παλαιστινίους, η παύση των εχθροπραξιών σήμανε την πρώτη, αβέβαιη επιστροφή στα σπίτια τους, δηλαδή, στα ερείπια που άφησε πίσω της η διετής αντεπίθεση του Ισραήλ. Χιλιάδες εκτοπισμένοι κινήθηκαν μέσα σε μια κατεστραμμένη γη, προσπαθώντας να αποκαταστήσουν στο ελάχιστο τη συνέχεια της ζωής τους. Για το Ισραήλ, η εκεχειρία συνδέθηκε με μια διαφορετική μορφή ανακούφισης: την επιστροφή των ομήρων, που επανέφερε, έστω προσωρινά, ένα αίσθημα συλλογικής αποκατάστασης. Για τους δύο λαούς, που επί δεκαετίες ζουν μέσα στον φαύλο κύκλο της καχυποψίας, του φόβου και της βίας, η στιγμή αυτή φάνηκε σαν ένα απροσδόκητο περιθώριο ελπίδας. Η ιστορική εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι η ελπίδα αυτή σπάνια αποκτά θεσμική μορφή ικανή να αντέξει στο χρόνο. Από τις Συμφωνίες του Όσλο έως το Μνημόνιο του Wye River, από τη Σύνοδο του Camp David και το Πρωτόκολλο της Χεβρώνας έως τις Διαπραγματεύσεις της Τάμπα και την Αραβική Πρωτοβουλία Ειρήνης, η ελπίδα έχει αποδειχθεί υπόσχεση, χωρίς συνέχεια, μια αναλαμπή που, κάθε φορά που εμφανίζεται, προαναγγέλλει την ίδια της τη διάψευση.

Ήδη, δύο μόλις ημέρες μετά την έναρξη ισχύος της εκεχειρίας, παράλληλα με την πανηγυρική Σύνοδο του Σαρμ ελ Σέιχ, το εύθραυστο πλαίσιο της συμφωνίας είχε αρχίσει να διαβρώνεται. Το Ισραήλ κατηγόρησε τη Χαμάς για παραβίαση των όρων, καθώς δεν παρέδωσε εγκαίρως όλες τις σορούς των νεκρών ομήρων και φέρεται να προέβη σε περιορισμένες επιθέσεις σε θέσεις κοντά στη Ράφα. Από την άλλη πλευρά, παλαιστινιακές πηγές κατήγγειλαν δεκάδες ισραηλινές παραβιάσεις, με στοχευμένους βομβαρδισμούς που στοίχισαν τη ζωή σε αμάχους και με δραστικό περιορισμό της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα. Μέσα σε λίγες ημέρες, η παύση των εχθροπραξιών είχε μετατραπεί σε πεδίο αλληλοκατηγοριών και ανανεωμένης δυσπιστίας. Ο Πρόεδρος Τραμπ επέμεινε ότι «η εκεχειρία εξακολουθεί να ισχύει», ενώ οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις ανακοίνωσαν, μετά τους βομβαρδισμούς της 19ης Οκτωβρίου, ότι «επιστρέφουν» στο καθεστώς της εκεχειρίας, διατύπωση που ανέδειξε, με τρόπο σχεδόν γκροτέσκο, το εύρος της ασάφειας που περιβάλλει την ίδια την έννοια της παύσης των εχθροπραξιών. Η διπλή αυτή φθορά, οι αμοιβαίες παραβιάσεις και η εκ των υστέρων προσαρμογή της ρητορικής για να συμβαδίσει με τα γεγονότα, αποκαλύπτει ένα σχέδιο που αντανακλά περισσότερο την ανάγκη των μερών να αναστείλουν προσωρινά τη βία, παρά τη βούλησή τους να οικοδομήσουν ειρήνη. Ακόμη κι αν κανείς αποδεχθεί τον ιδιότυπο ισχυρισμό ότι συγκρούσεις «χαμηλής έντασης» δεν αναιρούν την ισχύ μιας εκεχειρίας, το Σχέδιο εγείρει κρίσιμα ερωτήματα ως προς τη νομική του φύση, την πολιτική του βιωσιμότητα και, εντέλει, ως προς το εάν συνιστά πράγματι ειρηνευτική πρωτοβουλία ή μια νέα μορφή επιβολής υπό το πρόσχημα της ειρήνης.

Πολιτικό πλαίσιο συμφωνίας χωρίς νομική δεσμευτικότητα

Το Ειρηνευτικό Σχέδιο των Είκοσι Σημείων διαρθρώνεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις: η πρώτη αφορά την άμεση παύση των εχθροπραξιών και την υλοποίηση επειγουσών ανθρωπιστικών ενεργειών, η δεύτερη επικεντρώνεται στην αποστρατιωτικοποίηση και σε ζητήματα ασφάλειας και η τρίτη προβλέπει τη συγκρότηση μεταβατικής διακυβέρνησης και τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Γάζας. Το Σχέδιο, υπό την τωρινή του μορφή, δεν συνιστά δεσμευτική, κατά το διεθνές δίκαιο, συνθήκη ειρήνης, αλλά ένα πολιτικό πλαίσιο αρχών, διαμορφωμένο εκτός των θεσμοθετημένων μηχανισμών της διεθνούς νομιμότητας. Στην ουσία, πρόκειται για συμφωνία προσωρινής εκεχειρίας, η οποία δεν τερματίζει ούτε τη διεθνή ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης ούτε την εφαρμογή του δικαίου της κατοχής στη Λωρίδα της Γάζας. Αντανακλά τη συνολική προσέγγιση του εμπνευστή του, Προέδρου Τραμπ: μια αντίληψη πολιτικής συναλλαγής, χωρίς νομικές δεσμεύσεις, κατά την οποία η ειρήνη δεν προκύπτει από κανόνες, αλλά από τη διαχείριση των συσχετισμών ισχύος. Ήδη, δύο από τα σημεία του Σχεδίου, το Σημείο 9 και το Σημείο 19, προϊδεάζουν για αυτήν ακριβώς τη λογική: περιορισμένη κυριαρχία και μετατροπή της αυτοδιάθεσης από δικαίωμα σε υπό αίρεση επιδίωξη. Απέχουμε σημαντικά από τη σύναψη μιας αυθεντικής συνθήκης ειρήνης μεταξύ των μερών. Aυτό που έχουμε ενώπιόν μας είναι μια πρώτη φάση σύγκλησης για μελλοντικές συμφωνίες, περισσότερο μια δοκιμή εκεχειρίας, παρά μια ρυθμιστική πράξη που θα επαναφέρει την έννομη τάξη. Υπό αυτήν την έννοια, η πρώτη φάση του σχεδίου χαρακτηρίζεται από μερική επιτυχία, δηλαδή, την προσωρινή παύση των εχθροπραξιών και την επιστροφή ομήρων και κρατουμένων. Πέραν τούτων, τα ουσιώδη ζητήματα παραμένουν ανοιχτά και θα αναδειχθούν στις επόμενες φάσεις του Σχεδίου, αν αυτές πραγματοποιηθούν, όταν η δέσμευση των μερών στη συμφωνία θα κληθεί να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα.

Το πλήρες άρθρο εδώ

(Η Κωνσταντίνα Οικονόμου είναι Διεθνολόγος, επισκέπτρια ερευνήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσoυ – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ)