Τεχνητή Νοημοσύνη και το τέλος ελίτ επαγγελματιών

Το πιο σημαντικό είναι ότι επιδιώκεται να αυτοματοποιηθούν ακόμα και η κρίση και η εμπειρία, μετατρέποντας τη δεξιότητα και την πολύχρονη εμπειρία σε αλγόριθμους και δεδομένα. Έτσι, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο όπου το σύνολο των ελίτ επαγγελμάτων «σπάει» σε επιμέρους στοιχεία που πιο εύκολα κοστολογεί και διαχειρίζεται η σύγχρονη αγορά.

Με αφορμή την κυκλοφορία, και στην Ελλάδα, δύο νέων προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης που παρέχουν υποστήριξη σε δικηγόρους, θυμήθηκα τον φίλο μου τον Τόμας. Ο 32χρονος Τόμας, απόφοιτος νομικής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, δούλευε σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο στη Νέα Υόρκη ως το 2023, οπότε αποχώρησε και μετακόμισε στο Όστιν του Τέξας. Η αιτία ήταν ότι στη δουλειά του δεν ασκούνταν στη νομική επιστήμη αλλά ήταν βοηθός ενός λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης που υποστήριζε νομικές εργασίες. Δεν χρειαζόταν να διαβάσει αναλυτικά τις υποθέσεις και τα σχετικά έγγραφα. Έπρεπε να εντοπίζει, στα γρήγορα, σημεία που ήταν άσχετα με την υπόθεση, το βασικό νομικό πλαίσιο, παραγράφους που έπρεπε οπωσδήποτε να αξιοποιηθούν από το πρόγραμμα και κομμάτια αμφίβολης αξίας που έπρεπε να μελετηθούν ξανά. Το πρόγραμμα προετοίμαζε μία βασική γραμμή για κάθε υπόθεση, και εφόσον έπαιρνε έγκριση από κάποιον από τους παλιότερους και πιο έμπειρους δικηγόρους, προχωρούσε σε προετοιμασία ενός πολύ μεγάλου μέρους των εγγράφων. Ο φίλος μου δεν είχε καμία εμπλοκή στην πραγματική νομική εργασία. Όσα ακολουθούν, ξεκινάνε από το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά νομίζω ότι, με τις όποιες ιδιομορφίες, αφορούν και μεγάλο μέρος των μηχανικών, ίσως και κάποιων άλλων ειδικοτήτων υων λεγόμενων ελίτ επαγγελμάτων.

Πλατφόρμες εναντίον νέων επιστημόνων

Η εικόνα είναι πλέον κλασσική στα μεγάλα δικηγορικά γραφεία της Νέας Υόρκης: ένας βετεράνος δικηγόρος, καθισμένος στο γραφείο του, δεν αναζητά τη βοήθεια ενός νέου ασκούμενου, αλλά επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις του σε ένα παράθυρο συνομιλίας με μία πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης. Σε δευτερόλεπτα έχει μπροστά του μία νομική ανάλυση που άλλοτε απαιτούσε ώρες ή και ημέρες ανθρώπινης εργασίας. Αυτό που για τον ίδιο είναι απελευθέρωση χρόνου και ενίσχυση αποτελεσματικότητας, για τις νεότερες γενιές σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: το πρώτο σκαλοπάτι της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας χάνεται.

Πρόσφατη έρευνα του Thomson Reuters υποστηρίζει ότι οι πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης που προσφέρουν νομικές εργασίες μπορούν να εξοικονομήσουν ως και 240 ώρες εργασίας, σε ετήσια βάση, σε κάθε χρήστη, δηλαδή πάνω από ένα μήνα δικηγορικής δουλειάς γραφείου. Ωστόσο μία τέτοια εκτίμηση είναι παραπλανητική εφόσον η εξοικονόμηση δεν είναι ίδια για όλους, αλλά εξαρτάται πολύ από τον καταμερισμό εργασίας. Κάτω από την γυαλιστερή επιφάνεια της αυξημένης παραγωγικότητας, αναδύονται νέα σημαντικά ερωτήματα και προβλήματα που δε μπορούν να αγνοηθούν.

Η δικηγορία, ιδιαίτερα στα μεγάλα γραφεία, βασιζόταν σε ένα σαφή καταμερισμό εργασίας. Χονδρικά, οι νέοι δικηγόροι αναλάμβαναν την κοπιώδη έρευνα, τη συγκέντρωση στοιχείων, την προετοιμασία προσχεδίων κειμένων, ενώ οι παλαιότεροι και πιο έμπειροι νομικοί ανέπτυσσαν τη στρατηγική, έπαιρναν αποφάσεις και είχαν την τελική ευθύνη. Αυτός ο καταμερισμός εργασίας λειτουργούσε ως μηχανισμός μαθητείας: ο νέος δικηγόρος, μέσω αυτής της τριβής, αποκτούσε, σταδιακά, νομικές γνώσεις, κριτική ικανότητα και, τελικά, επαγγελματική αυτονομία.

Με την είσοδο της τεχνητής νοημοσύνης, η βάση αυτού του μηχανισμού απειλείται και, όπως δείχνουν κάποια στοιχεία μπορεί και να καταστρέφεται. Η ρουτίνα της έρευνας και της αρχικής συγγραφής μεταφέρεται στις πλατφόρμες, περιορίζοντας το ζωτικό χώρο εκπαίδευσης αλλά και την ίδια την ανάγκη για νέους δικηγόρους. Στην πραγματικότητα, αυτό που κερδίζει το δικηγορικό γραφείο σε παραγωγικότητα, το χάνει ο νέος δικηγόρος σε εμπειρία. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η διαφαινόμενη απώλεια θέσεων εργασίας. Είναι η ανατροπή ενός ολόκληρου εκπαιδευτικού κύκλου που εξασφάλιζε τη μετάδοση της νομικής γνώσης από γενιά σε γενιά. Η προκαταρκτική νομική εργασία, που κάποτε αποτελούσε το πεδίο όπου ο νέος δικηγόρος μάθαινε να διαβάζει αποφάσεις, να εντοπίζει λεπτές ερμηνευτικές αποχρώσεις, να συνθέτει επιχειρηματολογία, αντικαθίσταται από αυτοματοποιημένα προϊόντα της πλατφόρμας. Στην καλή των περιπτώσεων, ο νέος δικηγόρος, όπως και ο νέος προγραμματιστής, καλείται απλώς να διορθώσει, να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει. Η σχέση ενεργού παραγωγού γνώσης μετατρέπεται σε σχέση παθητικού καταναλωτή ή διορθωτή. Χιλιάδες νέοι πτυχιούχοι νομικής, βρίσκονται ή θα βρεθούν εγκλωβισμένοι σε ένα εργασιακό κενό: δεν θα είναι ούτε αρκετά έμπειροι για να αναλάβουν υψηλού επιπέδου καθήκοντα, ούτε αρκετά φθηνοί ή χρήσιμοι για τις βασικές, επαναλαμβανόμενες εργασίες που πλέον μπορούν να γίνονται αυτόματα.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Stanford, οι εργαζόμενοι ηλικίας 22-25 ετών βιώνουν μία μείωση της απασχόλησης της τάξης του 13% σε κλάδους που έχουν υιοθετήσει τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης. Ειδικότερα στον τομέα της παραγωγής λογισμικού, οι θέσεις εργασίας νέων προγραμματιστών έχουν μειωθεί κατά 20%. Πολλά στοιχεία από την αγορά των ΗΠΑ δείχνουν ότι οι εταιρείες θα προτιμήσουν το ρίσκο να υποκαταστήσουν νέους και χαμηλής ειδίκευσης επιστήμονες με λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης. Όπως σημειώνει ο CEO της Anthropic, οι μισές από τις χαμηλόβαθμες θέσεις εργασίας για αρχάριους προγραμματιστές θα έχουν εξαφανιστεί εντός πέντε ετών.

Τα μεσαία διευθυντικά στελέχη είναι τα επόμενα θύματα. Η τεχνητή νοημοσύνη δίνει τη δυνατότητα διαρκούς και μετρήσιμης επιτήρησης της δουλειάς κάθε εργαζόμενου, από τις ίδιες τις πλατφόρμες, καθιστώντας περιττούς τους κλασσικούς μάνατζερ που η μόνη τους έννοια ήταν η εντατικοποίηση των υφιστάμενων τους. Ο Mark Zuckerberg, Διευθύνων Σύμβουλος της Meta σχολίασε πρόσφατα ότι αντιπαθεί τους «διευθυντές που διαχειρίζονται διευθυντές» και τόνισε ότι η ισοπέδωση της οργανωτικής δομής είναι τρόπος ενδυνάμωσης των μεμονωμένων εργαζόμενων.

Ενώ όμως τα χαμηλότερα διευθυντικά στρώματα χάνουν τον ρόλο τους, η ανώτερη εταιρική διοίκηση, αυτή που ελέγχει τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, ενισχύει δραματικά τη δύναμή της. Οι CEOs και τα υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη αποκτούν άμεση πρόσβαση σε δεδομένα που παλιότερα φιλτράρονταν από τα μεσαία στελέχη, αποκτώντας πρωτοφανή έλεγχο πάνω στις λεπτομέρειες της εργασίας. Αυτή η ισοπέδωση της εταιρικής ιεραρχίας δεν οδηγεί σε περισσότερη δημοκρατία στον εργασιακό χώρο, αλλά σε μια νέα μορφή ψηφιακού αυταρχισμού, όπου κάθε κίνηση των εργαζόμενων παρακολουθείται και βελτιστοποιείται από αλγόριθμους που υπηρετούν αποκλειστικά τους στόχους της κερδοφορίας.

Αποσυναρμολόγηση

Η διαδικασία της αποσυναρμολόγησης περίπλοκων επαγγελμάτων σε πιο απλά, με μοχλό την τεχνολογία είναι χαρακτηριστική των βιομηχανικών επαναστάσεων. Η τεχνολογία λειτουργεί κάθε φορά ως καταλύτης που υποβαθμίζει και πολλές φορές εκμηδενίζει την αξία της εργασιακής εξειδίκευσης, οδηγώντας στην εξαφάνιση ολόκληρων επαγγελματικών τάξεων και την αναδιαμόρφωση της κοινωνικής δομής και ιεραρχίας.

Ένα πασίγνωστο παράδειγμα υπήρξαν οι μεσαιωνικοί γραφείς, οι οποίοι επί αιώνες κρατούσαν το μονοπώλιο της γνώσης, αντιγράφοντας και καταγράφοντας κείμενα με το χέρι. Η εμφάνιση της τυπογραφίας του Gutenberg στο 15ο αιώνα αποσυναρμολόγησε το επάγγελμά τους: η μαζική παραγωγή βιβλίων κατέστησε περιττή τη μοναδικότητα και το κύρος του γραφέα. Η τεχνολογία μετέτρεψε τη σύνθετη, χειρωνακτική εργασία της αντιγραφής σε αυτοματοποιημένη διαδικασία, εκδημοκρατίζοντας μεν τη γνώση, υποβαθμίζοντας δε, και τελικά εξαφανίζοντας, το επάγγελμα που για αιώνες ήταν ντυμένο με το μανδύα του κύρους της ελίτ.

Ανάλογη εξέλιξη σημειώθηκε με τους υφαντουργούς των προ-βιομηχανικών πόλεων. Η παραγωγή υφάσματος ήταν για αιώνες μια τέχνη που απαιτούσε μακροχρόνια μύηση και δεξιοτεχνία. Η έλευση των αυτόματων αργαλειών μετέτρεψε την ίδια τη ροή και τη δομή της εργασίας. Η διαμόρφωση ενός υφάσματος διασπάστηκε σε προγραμματιζόμενες διαδικασίες, και το «μοτίβο» του υφάσματος, που κάποτε ήταν το αποκορύφωμα της ατομικής δεξιοτεχνίας, έγινε τμήμα του μηχανισμού. Η τεχνολογία αντικατέστησε όχι απλώς τα χέρια, αλλά το μυαλό και το καλλιτεχνικό αισθητήριο του τεχνίτη, συνθλίβοντας την συντεχνιακή οργάνωση, καταργώντας τα νοικοκυριά ως παραγωγικές μονάδες και μεταφέροντας τους νέους, και εν πολλοίς ανειδίκευτους, εργαζόμενους στα εργοστάσια.

Στον 20ό αιώνα, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες, οι δακτυλογράφοι και οι χρηματιστές ήρθαν αντιμέτωποι με παρόμοιες διαδικασίες. Τα συστήματα κρατήσεων, οι υπολογιστές και οι αυτοματοποιημένες πλατφόρμες αφαίρεσαν διαδοχικά όλο και περισσότερα κομμάτια της δουλειάς τους, αυτή τη φορά μετατρέποντας τη γνώση και τις διαδικασίες τους σε εξειδικευμένο λογισμικό. Η τεχνολογία δεν εξαφάνισε μονομιάς το επάγγελμα, αλλά το αποδόμησε, μετατρέποντας σύνθετες εργασίες σε διακριτά, επαναλαμβανόμενα βήματα κατάλληλα για αυτοματισμό ή υπεργολαβία.

Σήμερα, με τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, η αποσυναρμολόγηση επεκτείνεται και σε επαγγέλματα που μέχρι πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν πρακτικά ανέγγιχτα από τους αυτοματισμούς (γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς). Αυτό που αυτοματοποιείται δεν είναι μόνο η εργασιακή ροή, η δημιουργία διακριτών πακέτων εργασίας και οι διαδικασίες διαχείρισης των επιμέρους εργασιών μέχρι τη σύνθεση των τελικών προϊόντων. Η εφαρμογή τεχνικών διαχείρισης έργου (project management) είχε προετοιμάσει ούτως ή άλλως την αυτοματοποίηση αυτών των πλευρών της εργασίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι σταδιακά, επιδιώκεται να αυτοματοποιηθούν ακόμα και απαιτήσεις κρίσης και εμπειρίας, μετατρέποντας τη δεξιότητα και την πολύχρονη εμπειρία σε αλγόριθμους και δεδομένα. Έτσι, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο όπου το σύνολο των ελίτ επαγγελμάτων «σπάει» σε επιμέρους στοιχεία που πιο εύκολα κοστολογεί και διαχειρίζεται η σύγχρονη αγορά.

Οι εργασιακές σχέσεις χειροτερεύουν

Όπως είναι φανερό, η αλλαγή στις υλικές συνθήκες και το ρόλο των νέων επιστημόνων θα φέρει σημαντικές αλλαγές και στις εργασιακές σχέσεις. Με λιγότερη ανάγκη για νέους επιστήμονες, οι εταιρείες μπορούν να στραφούν εύκολα σε πιο ευέλικτες μορφές εργασίας: freelancers, συνεργάτες ανά υπόθεση, «on-demand μηχανικοί». Αυτό σημαίνει λιγότερες θέσεις πλήρους απασχόλησης και περισσότερες προσωρινές και ασταθείς θέσεις εργασίας. Και προφανώς, αυτό, για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων εργαζόμενων δικηγόρων, γιατρών και μηχανικών θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερη πίεση για μειωμένες αμοιβές. Έτσι, οι μεγάλες εταιρείες μειώνουν τη εξάρτηση τους από τη ζωντανή εργασία και αυξάνουν την εξάρτηση τους από τεχνολογικές υποδομές.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο έμπειρος νομικός ή μηχανικός δεν μοιράζεται την εργασία του με έναν ασκούμενο αλλά με μια πλατφόρμα. Αντί να εκπαιδεύει ένα νέο επιστήμονα, εκπαιδεύει μία μηχανή. Το αποτέλεσμα είναι μια «μονοπρόσωπη» σχέση εργασίας, όπου ο έμπειρος επιστήμονας μετατρέπεται σε τροφοδότη και ελεγκτή της μηχανής. Ταυτόχρονα, χωρίς νέους επιστήμονες, ο έμπειρος επαγγελματίας είναι καταδικασμένος να γίνεται όλο και πιο εξαρτημένος από τη μηχανή, μέχρι του σημείου που η ίδια η μηχανή δεν θα τον έχει πια ανάγκη. Οι επαγγελματικές ελίτ, ακουμπώντας τόσο εύκολα και άκριτα στις πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης, τις εκπαιδεύουν για να μηχανοποιήσουν και αυτοματοποιήσουν ακόμα και τα πιο δύσκολα και σύνθετα κομμάτια της δουλειάς, δημιουργώντας τους όρους αυτοκατάργησης τους.

Επιπλέον, οι επαγγελματικοί χώροι γίνονται ολοένα και πιο ατομικιστικοί. Η καθημερινή τριβή μεταξύ διαφορετικών βαθμίδων, που κάποτε παρήγαγε δεξιότητες αλλά και αίσθηση κοινότητας, αντικαθίσταται από ένα μοντέλο συνύπαρξης με πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης όπου ο καθένας «συνομιλεί» με το δικό του λογισμικό. Η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται εξοικονόμηση χρόνου, στην πράξη όμως σημαίνει αύξηση των απαιτήσεων. Αν μια ανάλυση που ήθελε μια εβδομάδα γίνεται σε λεπτά, τότε οι εργοδότες προσδοκούν δεκάδες τέτοιες αναλύσεις καθημερινά. Ο εργαζόμενος εντατικοποιεί ακόμα περισσότερο την εργασία του, όχι μόνο με όρους παραγωγικότητας αλλά και με όρους ευθύνης.

Πολλοί εργαζόμενοι επιστήμονες θα γίνουν «χειριστές» της τεχνητής νοημοσύνης. Αντί να αναπτύσσουν την κριτική τους σκέψη και την εξειδίκευσή τους, μαθαίνουν να διαμορφώνουν prompts και εντολές προς προγράμματα και να επεξεργάζονται τα αποτελέσματα των αλγορίθμων. Αυτή η μετατροπή των εργαζόμενων σε χειριστές προγραμμάτων τους καθιστά πολύ πιο εύκολα αντικαταστάσιμους και αναλώσιμους.

Η νέα ελίτ

Σε κάθε τεχνολογική μετάβαση, κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν. Στην περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης στα επαγγέλματα του δικηγόρου, του μηχανικού και του γιατρού, έχουμε μία μεγάλη ιδιαιτερότητα. Οι χαμένοι είναι δεκάδες εκατομμύρια, ιδιαίτερα νέοι, επιστήμονες, και οι κερδισμένοι είναι μία χούφτα εταιρείες λογισμικού που αναπτύσσουν και ελέγχουν τις πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης.

Η τεχνητή νοημοσύνη ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των εταιρειών έναντι των εργαζόμενων. Όπως περιγράφει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του αμερικάνικου Εθνικού Γραφείου Οικονομικής Έρευνας η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί θεωρητικά να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για εργασία. Στην πράξη όμως, οι νέες αυτές θέσεις εργασίας χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη αβεβαιότητα και εξάρτηση από την τεχνολογία.

Ταυτόχρονα, οι εταιρείες τεχνολογίας που ελέγχουν τα εργαλεία τεχνητής αποκτούν πρωτοφανή δύναμη. Σχετικό άρθρο του Observer σημειώνει ότι η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται η νέα επαγγελματική υπηρεσία όλων των επαγγελματικών υπηρεσιών, με εταιρείες όπως η OpenAI και η Anthropic να εισπράττουν τα κέρδη που παλιότερα κατανέμονταν σε χιλιάδες επαγγελματίες. Η νομική εταιρεία που αγοράζει άδεια χρήσης ενός εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης περιορίζει την ανάγκη για προσωπικό. Το ίδιο ισχύει για ένα νοσοκομείο που χρησιμοποιεί διαγνωστικά αλγοριθμικά συστήματα. Οι εργαζόμενοι βλέπουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη να αποδυναμώνεται: όταν η εργασία τους μπορεί να αντικατασταθεί ή να επιτηρηθεί από μια μηχανή, ο εργοδότης έχει το πάνω χέρι. Η εξάρτηση από τις πλατφόρμες δημιουργεί ένα νέο είδος εταιρικής κυριαρχίας: οι αποφάσεις, τα δεδομένα, ακόμα και τα πρότυπα γνώσης, περνούν μέσα από ιδιωτικά λογισμικά. Ο επαγγελματίας χάνει τον έλεγχο του εργαλείου του, ενώ η εταιρεία που κατέχει τον κώδικα αποκτά εξουσία πάνω σε ολόκληρους κλάδους. Αυτή η συγκέντρωση δύναμης έχει και μια γεωπολιτική διάσταση: οι εταιρείες που ελέγχουν τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης αποκτούν τη δυνατότητα να επηρεάζουν ολόκληρες επαγγελματικές κατηγορίες σε παγκόσμια κλίμακα. Ένας γιατρός στην Ελλάδα ή ένας μηχανικός στη Γερμανία εξαρτάται πλέον από τα εργαλεία που αναπτύσσονται στη Silicon Valley.

Στην ουσία, το κύρος της ελίτ μετατοπίζεται από τους επιστήμονες, τον γιατρό, τον δικηγόρο, το μηχανικό, στην OpenAI, στη Google, στη Microsoft. Η νέα ελίτ δεν είναι επαγγελματική, είναι τεχνολογική. Και η εξουσία της βασίζεται όχι σε γνώσεις ή δεξιότητες, αλλά στην ιδιοκτησία των συστημάτων που πλέον μεσολαβούν σε κάθε επαγγελματική πράξη.

Το ερώτημα που δεν τίθεται

Νομίζω λοιπόν πως είναι καιρός να θέσουμε ένα θεμελιώδες ερώτημα που συνήθως δεν συζητιέται: μπορεί πραγματικά να χαρακτηριστεί «πρόοδος» μια διαδικασία που αυξάνει την ανεργία των νέων, αποδυναμώνει τους εργαζόμενους, και συγκεντρώνει την οικονομική και πολιτική δύναμη σε λίγες τεχνολογικές εταιρείες;

Για τους μετόχους των τεχνολογικών κολοσσών, η τεχνητή νοημοσύνη αντιπροσωπεύει πράγματι «πρόοδο»: δίνει τη δυνατότητα μείωσης του κόστους εργασίας, αύξησης των κερδών και παγκόσμιας κυριαρχίας. Για τους εργαζόμενους όμως, τα πράγματα μοιάζουν σαφώς με οπισθοδρόμηση: λιγότερες θέσεις εργασίας, χαμηλότεροι μισθοί, μεγαλύτερη αβεβαιότητα.

Η πραγματική τραγωδία είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη ως τεχνολογία, όχι όμως η σημερινή εκδοχή της, θα μπορούσε να και να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά. Αντί να αποτελεί εργαλείο απολύσεων και μείωσης κόστους, θα μπορούσε να συμβάλλει σε μείωση του ωραρίου, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, και καλύτερη ποιότητα ζωής. Αλλά αυτό θα απαιτούσε διαφορετικά εργαλεία από τα σημερινά, αποκεντρωμένα και με κοινωνικό έλεγχο. Ακόμα περισσότερο, κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια κοινωνία που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην ανθρώπινη ευημερία και όχι στην διαρκή και απρόσκοπτη αύξηση της παραγωγικότητας και την κερδοφορία των εταιρειών. Όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας 40ετίας αποδεικνύουν ότι οι περίφημες παραγωγικές δυνάμεις, και κυρίως οι μεγάλης κλίμακας τεχνολογίες, δεν πρέπει να αποτιμώνται μόνο με ποσοτικούς όρους παραγωγικότητας και απόδοσης αλλά και με ποιοτικούς όρους (κοινωνικά επωφελείς – κοινωνικά επιβλαβείς). Είναι καιρός να αποκαθηλώσουμε τη διαρκή άνοδο της παραγωγικότητας και την αέναη οικονομική μεγέθυνση από τα εικονίσματα του κόσμου μας. Κάπου διάβασα ότι «η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά ομοιοκαταληκτεί». Απομένει σε εμάς να διαλέξουμε αν η ιστορική «ομοιοκαταληξία» της τεχνητής νοημοσύνης θα ακολουθήσει τα καταστροφικά μοτίβα των πρόσφατων τεχνολογικών επαναστάσεων ή αν θα γίνει αφορμή για μία νέα λαϊκή ποιητική που θα αποσυνδέσει έμπρακτα την έννοια της κοινωνικής προόδου από την οικονομική μεγέθυνση.

(Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές», εκδόσεις Τόπος)