Γράφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Αν κατάλαβα καλά (διότι μπορεί και να κολυμπάω στην άγνοια) οι τράπεζες βρήκαν τρόπο να επιβιώσουν με την μετοχή τους στο ένα εκατοστό του ευρώ. Δηλαδή, τα φορτία με το χρήμα, δεν υπάρχουν. Έπεσαν στη λούμπα.
Λούμπα λένε στην Κέρκυρα τον νερόλακκο.
Τι υπάρχει και τις κάνει πολύτιμες; Ένα πακέτο ακινήτων, που δεν μπορεί να αγοράσει κανένας, παρεκτός από εκείνους που έχουν ήδη ακίνητα.
Άρα, κανένας.
Οχι επειδή δεν τα ποθούν, αλλά επειδή έχουν τιμές που ήταν την μόδας πριν δέκα χρόνια.΄Ετσι και καταργηθούν οι αντικειμενικές αξίες (οι ορολογίες μοιάζουν να έρχονται παρά δήμον ονείρων) και η αγορά αφεθεί στους όρους της πραγματικής ζήτησης και προσφοράς, η χώρα δεν έχει ακίνητα να διαθέσει, αλλά κάτι κατασκευές που δεν συμφέρει μήτε να τις κατεδαφίσεις.
Τις προάλλες, έκλεισα την τελευταία ρύθμιση των χρεών μου, από παθολογικό φόβο και αποστροφή προς τα κοράκια που με έπρηζαν καθημερινώς.
Δυο κάρτες. Τις οποίες έχω να χρησιμοποιήσω από την αρχή του αιώνα και επί δέκα χρόνια πλήρωνα ανελλιπώς, αλλά αποδείχτηκε πως ήταν τόκοι.
Μόλις ολοκληρώθηκε η ρύθμιση, κατακλύστηκα από μηνύματα εκ της εκκαθαρίσεως και εκ των νομικών παραστατών της, που με καλούσαν να προχωρήσω σε ρύθμιση! Έζησα και ζω παραγράφους από το διήγημα «η επιστολή» του Άλεκ Σχινά: η επιστολή μου κατεπλακώθη από άλλας επιστολάς. Δεν το διασκέδασα: το σύστημα προφανώς έχει ρετάρει.
Η χαμηλή δόση που «κέρδισα», για να είναι χαμηλή, εξικνείται έως την εκατονταετηρίδα της δικτατορίας Παγκάλου, ανκαι γνωρίζω αρκετούς που ρύθμισαν την εξόφληση έως τότε που θα συζητούμε για την εκατονταετηρίδα των Δεκεμβριανών.
Αν κάτεχα ροκανίδια από την οικονομική επιστήμη (λέμε τώρα) θα τους άφηνα μια τόγκα και θα ήμουν κάθε μήνα ο υπερήφανος ιδιοκτήτης δεκάδων μετοχών μιας τράπεζας. Για το ονόρε, εννοείται.
Τι άλλο περιμένουν για να βαρέσει το κανόνι, η Βέρθα ή το μεγάλο του Ουρβανού,οι δεκαοχτώ ίντσες του «Γιαμάτο» και οι ανθρώπινες βολίδες των απανταχού τσίρκων;
Κατέβαινα την Κηφισίας και τα μαγαζά όπου δεν μπορεί να μπει ψυχή ζώσα, εκτός από αυτούς που έχουν εταιρείες και μετρητά στις Παρθένες νήσους, ήταν ευδιάκριτα.
Τα άλλα μαγαζά, των εντοπίων προς εντόπιους ήταν σκεπασμένα με «ευκαιρίες» από προϊόντα σαν αυτα που διαφημίζει η κυρία Βέφα: ο γιαπρακοτυλιχτής, τέτοια.
Στο μεταξύ, ο δημόσιος διάλογος είναι μεταξύ μειονοτήτων. Καθώς δεν έχω βάλει «αποψιοκόφτη» στο facebook, δεν διαθέτω μόνον φίλους, κολλητούς και συμπαθείς συνομιλητές :συνυπάρχουν πλέον ρατσιστες και ομοφοβικοί, με τουρκοφάγους και μπαχαλάκια, με νοσταλγούς διαφόρων τοπικών τζιχάντ, πιστών οπαδών κομμάτων, και η αυταρέσκεια συμβαδίζει με την απελπισία.
Διαβάζω ακόμη και οπαδούς του Σύριζα που επιμένουν ότι είναι αριστεροί και οπαδούς τετράδων. Μάρκος,Δελιάς, Στράτος και Μπάτης από τη μιά ,Αδώνιδας, Τζίτζης, Κυριακός και Μεϊμάρ εμίνης από την άλλη.
Ο μπουχός που έκθαμβοι είδαμε να σηκώνεται την ώρα του σεισμού της Λευκάδας από την πτώση βράχων στις αξέχαστες παραλίες της, υπάρχει καθημερινώς στην κοινωνία, στα περίπτερα και στον καφέ στα όρθια.
Βλέπω να έρχεται μια απαυτωσιά, ένα τσουνάμι που θα βλέπουμε πρόσφυγα ημιθανή από την Συρία και θα τον θεωρούμε μπρούκλη και υπεράνω.
Ρωτάω, ρητορικώς βέβαια και αναρωτιέμαι: τι θα γίνει με την ανεργία ,καρντάσια; Καμιά ελεύθερη ζώνη στην επικράτεια, υπάρχει περίπτωση να δούμε;
Κίνητρα; Θα σταματήσουμε την κακιά συνήθεια να υποσχόμαστε τουνέλι στην Κούλουρη και διορισμούς στην Υγεία και στην Παιδεία;
Είδατε σε τι χλίδα κολυμπάνε οι φάτσες των κτιρίων που πουλάνε οι ιδιώτες ιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες; Έχετε υπόψη σας τι αφανές και μαύρο φροντιστήριο και προγύμναση πέφτει στους νεαρούς σκύμνους και στους λυκιδείς μας;
Στις μικρές μπάρμπι που έχουν ανεβάσει το σαντελιέρ της Σία στο ένα δισεκατομμύριο κλικαρίσματα;
Στις πολιορκίες , στους λιμούς και στους λοιμούς, στα χρόνια του μαύρου θάνατου και της χολέρας, οι χρονογράφοι κλείνουν τα σχετικά κεφάλαια με μια μόνιμη επωδό: Και ήταν τόσο μαύρα τα χρόνια εκείνα, που οι γέροντες εύχονταν να τους πάρει ο χάρος, ενώ οι νέοι ζήλευαν τους γέροντες που απείχαν λιγότερο από τον χαμό.
Εντάξει, εντάξει, όλοι πταίνε. Είναι πταίχτες.
Ο Αγησίλαος Ωμέγα του Σχινά ήταν λιγότερο τυχερός από εμέ. Μόλις βρήκα ένα βαρύ πακέτο τσιγάρα στο συρτάρι που το είχα γεμίσει αξίες των δέκα σεντς.
Θα το προσφέρω στην περιπτερού και θα πάρω τρία πακετα τσιγάρα, που θα συμβάλουν στην προϊούσα ασφυξία μου, κατά μία ολόκληρη μέρα.
Εκτός και προκρίνω να γενώ πελούσιος , και να αγοράσω χίλιες μετοχές.