Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε αλλαγές στη φορολογία των εισοδημάτων από ακίνητα με νέα κλίμακα. Πλέον, οι συντελεστές γίνονται πιο ευνοϊκοί για τους μικροϊδιοκτήτες:
- το 15% διατηρείται έως τα 12.000 ευρώ,
- αλλά το επόμενο κλιμάκιο μειώνεται στο 25% από 35%, για εισοδήματα 12.001 έως 24.000 ευρώ.
- Στη συνέχεια, από 24.001 έως 35.000 ευρώ, ο φόρος ορίζεται στο 35%, ενώ παραμένει στο 45% για ποσά άνω των 35.000 ευρώ.
Η μεταβολή αυτή συνεπάγεται ελάφρυνση για όσους δηλώνουν μεσαία εισοδήματα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους θα φορολογείται με χαμηλότερους συντελεστές σε σχέση με το ισχύον καθεστώς.
Ο πρωθυπουργός συνέδεσε την προοπτική περαιτέρω μειώσεων στους συντελεστές με την ανάγκη να δηλώνονται τα πραγματικά ενοίκια, τονίζοντας ότι σήμερα το μέσο δηλωθέν ποσό δεν ξεπερνά τα 255 ευρώ τον μήνα.
Πράγματι, η απόσταση από την πραγματική αγορά είναι τεράστια: σύμφωνα με τα στοιχεία γνωστών πλατφορμών, η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης έχει φτάσει τα 9 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, έναντι 5,83 ευρώ το 2019. Έτσι, ένα τυπικό διαμέρισμα 70 τ.μ. κοστίζει περίπου 630 ευρώ, ενώ αν δηλώνεται στην εφορία ενοίκιο 255 ευρώ, περισσότερο από το 60% του ποσού παραμένει αφορολόγητο.
Το πρόβλημα που ανακύπτει δεν περιορίζεται στο φορολογικό σκέλος, αλλά έχει σαφείς κοινωνικές διαστάσεις. Η εξαγγελθείσα επιστροφή έως 800 ευρώ ετησίως στους ενοικιαστές, η οποία θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο, παρουσιάζεται ως μέτρο ανακούφισης απέναντι στο αυξανόμενο κόστος στέγασης. Ωστόσο, η σύνδεση της επιδότησης με τα δηλωθέντα ενοίκια υπονομεύει την αποτελεσματικότητά της. Εφόσον τα ποσά που καταγράφονται στην Εφορία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική εικόνα της αγοράς, οι ενισχύσεις που θα λάβουν οι δικαιούχοι θα είναι περιορισμένες και σε καμία περίπτωση δεν θα καλύπτουν το πραγματικό βάρος που επωμίζονται.
Η αδυναμία αυτή εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Η κρατική στήριξη κινδυνεύει να λειτουργήσει όχι ως μέσο προστασίας των ενοικιαστών, αλλά ως μηχανισμός που ενδέχεται να τροφοδοτήσει νέες αυξήσεις. Οι ιδιοκτήτες μπορούν να επικαλεστούν την ύπαρξη της επιδότησης προκειμένου να πιέσουν για υψηλότερα ενοίκια, μεταφέροντας ουσιαστικά το όφελος από τους ενοικιαστές στους ίδιους. Έτσι, η κρατική παρέμβαση μπορεί να καταλήξει να ενσωματωθεί στη λειτουργία της αγοράς, αντί να ανακουφίσει τις πιεσμένες κοινωνικές ομάδες.