Δεν είναι ότι έκανε λίγα. Είναι ότι κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση: Το κράτος χρησιμοποιήθηκε ως λάφυρο της εκλογικής νίκης της και απογειώθηκε η διαφθορά. Επί 6 χρόνια η κυβέρνηση έκανε ό,τι ήθελε, άσκησε την οικονομική πολιτική που έκρινε συμφέρουσα.
του Κώστα Καλλίτση

Τα τελευταία χρόνια, σαν να συνηθίσαμε το πρόβλημα της υπερχρέωσης να το διασκεδάζει ο πληθωρισμός: Από τη μια διάβρωνε την πραγματική αξία του χρέους κι απ’ την άλλη αύξανε την αξία του ΑΕΠ, σμικρύνοντάς το ως ποσοστό του. Σε συνδυασμό με την ενεργό, επαγγελματική διαχείριση του χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, αυτό καλλιεργούσε επανάπαυση: Η κυβέρνηση ένιωθε την άνεση να μοιράζει περίπου 60 δισ. ευρώ στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση, σε μεγάλο βαθμό σε οριζόντιες επιδοτήσεις –αναλογικά, δε, μεγαλύτερες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε όλη τη Δύση ήταν κυρίαρχη η αυταπάτη ότι, πλέον, το χρήμα θα είναι φτηνό κι όλοι θα μπορούν να δανείζονται εύκολα. Θα ήταν παράδοξο αν δεν διακατείχε και την ελληνική κυβέρνηση.

Τώρα, το περιβάλλον αλλάζει και τέτοιες βεβαιότητες αμφισβητούνται. Τις τελευταίες ημέρες οι αποδόσεις των 30ετών αμερικανικών ομολόγων αγγίζουν το 5%, ενώ στην Ιαπωνία και στη Βρετανία σκαρφαλώνουν σε νέα υψηλά. Καθώς διογκώνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα και ο πληθωρισμός επιμένει, οι πλούσιοι δανειστές των κρατών ζητούν υψηλότερη αποζημίωση για να συνεχίσουν να τα δανείζουν. Το βάρος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους γίνεται δυσβάστακτο για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες –το γερμανικό κοινωνικό κράτος δεν είναι βιώσιμο δηλώνει ο Φρ. Μερτς, τα ελλείμματα έχουν βάλει τη Γαλλία σε πολιτική περιδίνηση, η κυβέρνηση Στάρμερ στη Βρετανία δεν είναι στα καλύτερά της. Το τοπίο αλλάζει, το κόστος δανεισμού αυξάνεται, μια νέα λιτότητα φαίνεται ότι έρχεται συνοδεία εξοπλισμών –και, μαζί, νέες κοινωνικές αναστατώσεις.

Το κόστος δανεισμού είναι ένα πρόβλημα που θα δυσκολέψει μεν τους πάντες, αλλά το κακό καθ’ ημάς είναι ότι θα μας βρει –αδικαιολόγητα- παντελώς ανέτοιμους: Όχι μόνο δεν αξιοποιήσαμε τις καλές ημέρες, του φτηνού χρήματος, για να προετοιμαστούμε να αντιμετωπίσουμε τις άλλες που θα έλθουν, αλλά δεν αξιοποιήσαμε με τρόπο οικονομικά και κοινωνικά αναπτυξιακό ούτε μια μοναδική στα χρονικά της χώρας ευκαιρία, τις άφθονες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις: Οι πόροι του ΤΑΑ, του ΕΣΠΑ, της νέας ΚΑΠ, μαζί με την ιδιωτική μόχλευση άγγιζαν τα 100 δισ. ευρώ. Δεν είναι το πιθανότερο ότι θα απορροφηθούν όλοι οι πόροι που προορίζονταν για την Ελλάδα, αλλά υπάρχει κάτι ίσως ακόμη χειρότερο: Και όσοι πόροι απορροφώνται, ανεπαίσθητο αναπτυξιακό αποτύπωμα αφήνουν.

Υπήρξαν μοναδικές ευκαιρίες που δεν αξιοποιήθηκαν για το δημόσιο συμφέρον: Αφθονία ρευστότητας, με χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για το χρέος. Η κυβέρνηση απολάμβανε τεράστια ανοχή από μια κοινωνία παραζαλισμένη, πρόθυμη να συγχωρέσει σκάνδαλα όπως εκείνο των υποκλοπών και να καταπιεί με αιτιολογία τις «χρόνιες παθογένειες» την τραγωδία των Τεμπών –ήταν χαρακτηριστικό ότι τέσσερις μήνες μετά, στις εκλογές του Ιουνίου 2023, η ΝΔ πήρε 41%. Μπροστά της είχε ελεύθερο το δρόμο να προχωρήσει σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, για μια Ελλάδα παραγωγική, φιλική στους νέους και τη μισθωτή εργασία, πράσινη και δίκαιη.

Δεν είναι ότι έκανε λίγα. Είναι ότι κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση: Το κράτος χρησιμοποιήθηκε ως λάφυρο της εκλογικής νίκης της και απογειώθηκε η διαφθορά. Επί 6 χρόνια η κυβέρνηση έκανε ό,τι ήθελε, άσκησε την οικονομική πολιτική που έκρινε συμφέρουσα. Το οικονομικό αποτέλεσμα, είναι ότι το ΑΕΠ αυξάνεται ελαφρά πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο παρά τα ευρωπαϊκά λεφτόδεντρα -και με τη λήξη τους θα επανέλθει στην περιοχή του 1%. Η απόσταση του παραγωγικού δυναμικού από την άλλη Ευρώπη διευρύνεται, καθότι υστερεί ο ρυθμός των επενδύσεων, ενώ διευρύνεται η απόσταση των τιμών, αφού καθ’ ημάς ο πληθωρισμός είναι 50% μεγαλύτερος από το μέσο ευρωπαϊκό. Κι όλα όσα έγιναν αποτυπώνονται στην παραγωγικότητα, έναν ασφαλή δείκτη για την πορεία μιας οικονομίας: Η Ελλάδα είναι ουραγός –αν έτσι βαδίσουμε σε λίγο θα ζηλεύουμε όλους τους βαλκάνιους γείτονές μας.

Κάπου εδώ βρισκόμαστε. Μετά την χορογραφία της 89ης ΔΕΘ, στον απολογισμό, θα φανεί ότι το κόστος αυτής της κατάστασης είναι πολύ βαρύ για να το ελαφρύνουν κάποιες ατομικές παροχές και φοροελαφρύνσεις.

(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» της Κυριακής)