Γράφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Στα χρόνια εκείνα που η Κυβέρνηση έμοιαζε να δυσφορεί εναντίον της ύπαρξής της, η αντιπολίτευση αφέθηκε στη λησμονιά. Την γοήτευε που μπροστά της είχε μόνον απραγία και μικρές κινήσεις, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένη να καμώνεται πως γουστάρει την εξουσία.
Ένα γυμνό νομοσχέδιο, που ουδέποτε εμφανίστηκε στη Βουλή, αλλά ήταν σαν μαρμάρινο ανάγλυφο μπανταρισμένο στον στόκο και στον γύψο, δήθεν για να μη χαλάσει στην μεταφορά, τοποθετήθηκε μπροστά στην μπάρα του προαυλίου της, αναγκάζοντας τους βουλευτές σε λεπτές μανούβρες για να μη ξύσουν τις μαλακές εξοχές των νοικιασμένων οχημάτων τους.
Ήταν ένα νέο Σύνταγμα που συνιστούσε αποχή από την Εξουσία και περιείχε ένα καλοσώρισμα και οδηγίες για ένα είδος διαχείρισης.
Ο κάθε εκπρόσωπος , θεωρητικά, είχε κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί στην Φρουρά, ζητώντας να μεταφέρουν το μπατάλικο αντικείμενο παραπέρα, αλλά τέτοιο δικαίωμα, δεν εξασκήθηκε ποτέ, τουλάχιστον έως την στιγμή που γράφω αυτήν την παρατήρηση, όχι με το πληκτρολόγιο, αλλά με το αλφάβητο που περιέχουν κάτι παιδικά ζυμαρικά.
Οι βουλευτές δεν διέθεταν πλέον οδηγίες, υποστήριξη, απόψεις και πειθώ. Ο καθένας κουβαλούσε στην Βουλή έναν ξενερέ εαυτό,ένα δισάκι με παιδικές αναμνήσεις, ζελέ και κρεμόριο σε χάρτινες συσκευασίες των δέκα γραμμαρίων, χαρτάκια του τζόκερ και μερικά ξυστά.
Μπροστά τους, οι Αλεξανδρινοί που επευφημούσαν τον Καισαρίωνα και τα τζιτζιά του, έμοιαζαν σοφοί διαπραγματευτές, ουράνιοι νεκροθάφτες, πουλιά της δυστυχίας και ορμονικοί πληθωριστές.
Στα χρόνια εκείνα, η μόνιμη επωδός για το κοινοβουλευτικό χάλι της επικράτειας, έπαψε να στηρίζεται στον μύθο της Χρυσής Αυγής που θα βουλιάξει την Δημοκρατία. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα, έβλεπες ομάδες ανθρώπων που δούλευαν σκληρά χωρίς κανένας να τους το ζητήσει.
Οι αδήριτοι νόμοι της πιάτσας, ο αυτόματος πιλότος που οδηγούσε σε βάθος χρόνου στην μηχανική ευημερία, ένα προσωρινώς ορατό φάντασμα ντυμένο με μείωση φόρων, μείωση του Κράτους, επιστροφή στους νόμους της Αγωγής του πολίτη, παρουσίασε μια βλάβη μέσα στο κόκπιτ και το ιπτάμενο φέρετρο, που άλλοι ονόμαζαν «έξοδο από την Κρίση» ορμούσε αναταδίωκτο προς την πρόσκρουση επί του εδάφους.
Ενώ η πτώση ήταν ορατή σε όλα τα ραντάρ,οι πιλότοι βγήκαν από το πιλοτήριο και ζήτησαν σύσκεψη των επιβατών, μετά από πρόσκληση του ιπτάμενου προσωπικού.
Όλοι ήξεραν στο βάθος ότι η μόνη λύση πριν τη συντριβή, ήταν να αρχίσει το αερόπλανο να ανεβοκατεβάζει τα αλουμένια φτερά του ωσάν γέρανος και να κερδίσει ύψος.
Εκείνα τα χρόνια δεν ξέραμε ότι η συντριβή δεν ήταν αυτονόητη και μοιραία, αλλά το σκάφος, η Βουλή, οι υπηρεσίες και οι προθέσεις των υπηκόων θα συναντούσαν, στα δέκα μέτρα πριν την διάλυση, ένα πελώριο δίχτυ ιστών αράχνης που θα επιβράδυνε την πτώση, και μετά θα βούλιαζε στην πράσινη γλίτσα ενός βάλτου, γεμάτου με πυροσβεστικούς παράγοντες, χίλιες φορές πιό συνεκτικού από τον αφρό που έστρωναν στους αεροδιαδρόμους.
Εκείνα τα χρόνια ξεχάστηκαν, καθώς βρεθήκαμε όλοι στην κοιλιά του Κήτους, κι όποτε βγαίναμε στο φώς, είχαμε ήδη Η λάβει την μορφή γαλέου η σκυλόψαρου.