Γκαμήλες και μπάμπλες

Εγώ δεν καπνίζω, Τσιγάρα, όμως, αγοράζω από τον ψιλικατζή της γειτονιάς ή από διάφορα περίπτερα.

Όπως καταλάβατε, καπνίζει η γυναίκα μου, η οποία μου στέλνει μήνυμα στο κινητό, μονολεκτικό: “Τσιγάρα”!

Είμαι βέβαιος ότι ο ψιλικατζής με θεωρεί μανιώδη καπνιστή, όπως θεώρησε καπνίστρια ο γιατρός τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, όταν τον επεσκέφθη.

“Να κόψετε το κάπνισμα, κυρία Σοφία.”

“Μα, δεν έχω καπνίζει ποτέ στη ζωή μου!:” απάντησε η μαμά.

“Και πως είναι οι πνεύμονές σας μουντζουρωμένοι;” απόρησε ο δόκτωρ, μέχρι να μάθει ότι οι φίλες της μαμάς  (όλες χήρες πλην μιας, που “η καημένη έχει τον άντρα της” και έφευγε νωρίς) με τις οποίες έπαιζε “Θανάση”, κάπνιζαν αρειμανίως!

Έτσι και χθες, ξεπέζεψα το “Σταρλετάκι” και ζήτησα τσιγάρα από τον περιπτερά.

“Ένα BF silver” του λέω, χωρίς να ξέρω τί ακριβώς σημαίνουν αυτά που του είπα.

Πριν, όμως, προκάμει να μου εγχειρίσει το πακέτο, ένα χέρι περνάει ξυστά από το πρόσωπό μου, σχεδόν ακουμπώντας τον σκελετό των γυαλιών μου, τα οποία  μόλις έχω επισκευάσει έπειτα από  μετωπική σύγκρουση με την εγγονή μου.

“Τσάκω δυο γκαμήλες και τέσσερις μπάμπλες” λέει η φωνή δίπλα μου και πριν προλάβω να αντιδράσω, το χέρι αφήνει στο γκισεδάκι του περιπτέρου ένα δεκάρικο.

Γυρίζω και βλέπω όψη γνωστή, την κόρη του διπλανού μας δικηγόρου, ενδεδυμένη “Gothic”, ήτοι κατάμαυρο δερμάτινο μπουφάν, το ίδιο μαύρη παντελονιά, μάλλον δερματίνη, με ελαφρά οσμή ιχθυοπωλείου (η κακής ποιότητος δερματίνη φέρνει σε κάτι από ιχθυέλαια), με κάνα-δυο piercing στα χείλη και τη μύτη (τα αυτιά δεν πρόκαμα να τα ιδώ), να παραλαμβάνει δυο πακέτα Camel  άφιλτρα και κάτι τσιχλόφουσκες της συμφοράς.

“Τι κάνεις Βγενούλα;” της λέω, ενθυμούμενος ότι την λένε Ευγενία και εορτάζει την παραμονή των Χριστουγέννων.

“Τι σου  είπε, ρε ψυχή, το πουρόχαυλο;” λέει μια φωνή που έρχεται πίσω μου, από την μοτοσικλέτα που μεταφέρει την Ευγενία και τον οδηγό, έναν νεαρό με κράνος και χαίτη.

“Άσε, ρε, είναι κολλητάρι του γέρου μου” λέει η Ευγενία, ενώ  η μηχανή μαρσάρει και απομακρύνεται εν ριπή.”

Βρε, πως μεγάλωσε η Ευγενία” λέω του περιπτερά…