Το 1979, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εφάρμοσε τη λεγόμενη Πολιτική του Ενός Παιδιού, ένα έντονα αμφιλεγόμενο – και τότε – μέτρο που έμελλε να αποδειχθεί μοιραίο για τη χώρα, ενώ επικρίθηκε έντονα παγκοσμίως.
Στόχος του ήταν ο περιορισμός του πληθυσμού, με όριο γεννήσεων, ώστε να μπει φραγμός στην ιλιγγιώδη αύξηση και να διασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη.
Μακροπρόθεσμα κανείς δεν προέβλεψε το κόστος αυτής της πολιτικής στον 21ο αιώνα.

Η Κίνα διέρχεται μία δημογραφική κρίση που βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Η συνταγή απέτυχε και πλέον ο δρόμος του γυρισμού φαντάζει απρόσιτος. Αξίζει να σημειωθεί πώς σταδιακά η κινεζική κυβέρνηση, αν και ήρε τους περιορισμούς, η πλήρης κατάργησή τους έγινε μόλις το 2021!
Με βάση τον νόμο του 1979 τα ζευγάρια που ζούσαν σε σε αστικές περιοχές έπρεπει να έχουν μόνο ένα παιδί. Ήταν ένας ριζικός έλεγχος των γεννήσεων σε μια χώρα που στη δεκαετία του 1970 πλησίαζε το ένα δισεκατομμύριο κατοίκους.
Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση με επικεφαλής τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ πίστευε ότι για να καλύψει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού της, αυτός ο πληθυσμός πρέπει να σταματήσει να αυξάνεται σχεδόν εκθετικά. Προκειμένου οι αστικές οικογένειες να μην έχουν ουσιαστικά τίποτα περισσότερο από ένα παιδί, η κυβέρνηση παρείχε κίνητρα και τιμωρίες, που περιελάμβαν μαζικές στειρώσεις και αναγκαστικές αμβλώσεις.
Όσοι σεβάστηκαν την πολιτική είχαν πρόσβαση σε καλύτερες θέσεις εργασίας, καθώς και οφέλη στην πρόσβαση σε πιστώσεις και στέγαση. Επιπλέον, η άδεια μητρότητας ήταν μεγαλύτερη από ό,τι για τις οικογένειες με περισσότερα από ένα παιδιά, και οι οικογένειες με ένα μόνο παιδί είχαν πρόσβαση σε προνομιακές παιδιατρικές υπηρεσίες. Όσοι δεν συμμορφώθηκαν έπρεπε να πληρώσουν υψηλά πρόστιμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, που ισοδυναμούν με ένα έτος οικογενειακού εισοδήματος για κάθε «πλεονάζον παιδί».
Η μόνη εξαίρεση που έκανε η κυβέρνηση ήταν σε περιοχές που κατοικούνται από εθνοτικές μειονότητες και στις πιο ερημωμένες αγροτικές περιοχές, ειδικά αν το πρώτο παιδί είχε αναπηρία ή αν ήταν κορίτσι. Οι κόρες εκτιμούνταν πολύ λιγότερο από τους γιους, στην κινεζική κουλτούρα.
Βάσει των υπολογισμών του ΚΚΚ, απετράπησαν μεταξύ 300 και 400 εκατομμύρια γεννήσεις.
Ανισότητα των φύλων και γήρανση

Οι συνέπειες του περιορισμού των γεννήσεων ήταν ποικίλες και ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό που ήθελε να επιτύχει η κυβέρνηση. Από τη μία πλευρά, οι δεκαετίες επιβράδυνσης του ποσοστού γεννήσεων δημιούργησαν δημογραφική και κοινωνική ανισορροπία μεταξύ των φύλων. Υπήρξαν περιπτώσεις βρεφοκτονίας σε βάρος κοριτσιών, εκτός από τη μεγαλύτερη εγκατάλειψη αυτού του πληθυσμού σε σπίτια και ορφανοτροφεία, και επιλεκτικές αμβλώσεις ανάλογα με το φύλο του εμβρύου.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, το 51,2% των κατοίκων της Κίνας είναι άνδρες, ποσοστό που υπερβαίνει την παγκόσμια τάση.
Ωστόσο, η πιο απτή συνέπεια ήταν η ιλιγγιώδης –και μη αναστρέψιμη– γήρανση του πληθυσμού της. Αυτή τη στιγμή, η Κίνα είναι μια από τις κοινωνίες των οποίων η ηλικία αυξάνεται ταχύτερα. Τα άτομα άνω των 60 ετών αντιπροσωπεύουν το 18,7% του πληθυσμού και εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 περισσότερο από το ένα τέταρτο των Κινέζων κατοίκων θα είναι άνω των 65 ετών.
Μέχρι το 2050, αναμένεται ότι θα υπάρχει μόνο ένας ενεργός εργαζόμενος για κάθε συνταξιούχο, μια αναλογία που απέχει πολύ από αυτό που υπήρχε μόλις πριν από μερικές δεκαετίες: επτά ενεργοί εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο.
Ένα μέτρο που πήγε πίσω
Αυτή η ιλιγγιώδης γήρανση σήμανε συναγερμό και, ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, η Κίνα ανακοίνωσε τη χαλάρωση της πολιτικής του ενός παιδιού. Η 29η Οκτωβρίου 2015 ήταν η ημέρα κατά την οποία, επίσημα, η κυβέρνηση άρχισε να αφοπλίζει τη «δημογραφική βόμβα» που είχε ενεργοποιήσει πριν από δεκαετίες.
Τον Νοέμβριο του 2013, η Κίνα είχε ανακοινώσει ότι οι οικογένειες στις οποίες τουλάχιστον ένας γονέας ήταν μοναχοπαίδι θα μπορούσαν να έχουν έως και δύο παιδιά. Αλλά το μέτρο δεν βρήκε μεγάλη ανταπόκριση, αν και βραχυπρόθεσμα,υπήρξε μία αύξηση των γεννήσεων. Το 2016 σημειώθηκε αύξηση 7,9% στις γεννήσεις σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά μία τάση που έφθινε τα επόμενα χρόνια, ενώ δε σταμάτησε τη γρήγορη γήρανση του πληθυσμού.
Επίσης μία κοινωνία προσαρμοσμένη στην πολιτική του ενός παιδιού μαθαίνει να ζει με αυτήν, και επιλέγει είτε να αναβάλλει τον ερχομό ενός νέου μέλους, ιδιαίτερα οι γυναίκες, δίνοντας προτεραιότητα στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

Η κινεζική απογραφή του 2020 επιβεβαίωσε τις υποψίες: ο πληθυσμός της χώρας αυξανόταν με τον βραδύτερο ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών. Έτσι, τον Μάιο του 2021 το Κομμουνιστικό Κόμμα ανακοίνωσε ξανά χαλάρωση. Από τότε, κάθε οικογένεια μπορούσε να έχει έως και τρία παιδιά. Το επόμενο εμπόδιο έπεσε αμέσως: τον Ιούλιο του τ, η Κίνα αφαίρεσε εντελώς όλα τα όρια γεννήσεων, καθώς και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε όσους τα υπερέβαιναν. Η κυβέρνηση προσπάθησε πάση θυσία να αντιστρέψει το αποτέλεσμα της πολιτικής που είχε εφαρμόσει το 1979.
Λιγότερα παιδιά, περισσότερη λογοκρισία
Το 2023, η Ινδία έγινε η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο και η Κίνα, η οποία ιστορικά κατείχε αυτή τη θέση, ήρθε δεύτερη. Εκείνη τη χρονιά, η κυβέρνηση λογόκρινε ένα άρθρο εφημερίδας στα κοινωνικά δίκτυα που ανέφερε ότι η χώρα είχε το 2022 το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας -δηλαδή τον μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα- στην ιστορία της από τότε που τηρούνταν αρχεία. Οι πληροφορίες δημοσιεύτηκαν αλλά αργότερα διαγράφηκαν και δεν επιτρεπόταν πλέον η πρόσβαση.
Το 2024, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δήλωσε ότι η αύξηση του πληθυσμού είναι «ένα ζωτικό ζήτημα για τη μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους». Εν τω μεταξύ, υπάρχουν οικονομικοί αναλυτές που λένε ότι η οικονομική ισχύς της χώρας έχει ήδη φτάσει στο αποκορύφωμά της. Με έναν όλο και πιο παθητικό πληθυσμό, το ερώτημα είναι αν η Κίνα μπορεί να διατηρήσει αυτή τη δύναμη με την πάροδο του χρόνου. Ο συνδυασμός της γήρανσης του πληθυσμού και της πτώσης του ποσοστού γεννήσεων έχει αντίκτυπο στις φιλοδοξίες της Κίνας να είναι η κορυφαία οικονομική δύναμη στον κόσμο.