Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Ο Αριστοτέλης, στην Βοττιαίων πολιτεία του, δεν πίστευε ότι τα παιδιά που έστελναν οι Αθηναίοι στον  Μίνωα τα έτρωγε ο Μινώταυρος. Υποστηρίζει ότι έμεναν και δούλευαν στο νησί ώσπου να γεράσουν. Και πως μετά από έναν Δελφικό χρησμό τα άφηναν ελεύθερα, αλλα επειδή δεν μπορούσαν να ζήσουν αυτά και οι απόγονοί τους, πρώτα πήγαν στην Ιταλία, όπου και έμειναν στην Ιαπυγία, κι από εκεί βρέθηκαν στη Θράκη και ονομάστηκαν Βοττιαίοι. Γι΄αυτό και τα κορίτσια των Βοττιαίων, όταν τελούσαν κάποια θυσία εκεί, τραγουδούσαν «Ίωμεν εις Αθήνας».

Ο θρύλος πως οι Βοττιαίοι, οι κάτοικοι του γιαννιτσιώτικου κάμπου και των πέριξ ,είχαν κρητική ρίζα «από Βόττωνος Κρητός» σχολιάστηκε ελαφρώς, με παρατηρήσεις του τύπου  πως υπάρχει Γορτυνία και στη Μακεδονία, στην Αμφαξίτιδα, μαζί με άλλα στοιχεία.

Αλλά το θέμα μου δεν είναι ιστορικό, παρά βαθέως πολιτικό.

Μου θυμίζουν αυτά τα σπαράγματα τους Συριζαίους που δεν φαγώθηκαν από τον Μινώταυρο των ιδεολογιών, αλλά έφτασαν να κυβερνήσουν μια χώρα, δραπετεύοντας από τη μοίρα που νόμιζαν πως τους εκάτεχε, και μάλιστα, σε ένα τραγούδι τους υπόσχονταν πως θα γυρίσουν στην χαμένη τους πατρίδα, στην κοιτίδα τους.

Στις πράξεις και στις λέξεις τους, η νοσταλγία μιας χαμένης γενέτειρας αλλά και της αναγκαστικής εξορίας τους στην Κρήτη, κυκλοφορεί στο αίμα τους.

Μοιάζουν να έχουν επηρεαστεί από εξορίες και μετοικήσεις, από τον πόνο μιας καταγωγής που άλλον δρόμο έδειχνε.

Εξάλλου, όταν εμφανίστηκαν οι Αργεάδες και τους έδιωξαν από την Βούνομο/Πέλλα, κατέληξαν στη Βοττική,μεταξύ Καλλικράτειας και Μουδανιών, όπου και διέπρεψαν, αγωνιστικότατοι, στους ιστορικούς χρόνους.

Μπορεί τα ίχνη της παρουσίας τους να κρύβονται στην Αξό και στην Ολόφυξο, μπορεί και όχι. Ακόμη και το χωριό Προφήτης, στη Μυγδονία, στον μεσαίωνα, λεγόταν «Κρητικοί» και ο Κατακουζηνός μνημονεύει ότι για κάποια αιτία έφυγαν από την νήσο.

Αν ο ποιητής απορεί που ένας Υδραίος κατοικεί στη Λαρισα, η απορία πολλαπλασιάζεται από την εξουσία που απέκτησαν οι Κρητικοί πέριξ «των προχοών του Βορβόρου».

Που η λεπτεπίλεπτη τέχνη και ο πολιτισμός τους, οι στόλοι και οι ταύροι τους, ο Θησέας και ο Αιγέας τους;

Υπήρξαν φημισμένοι τοξότες, συνήθως μισθοφόροι σε λαμπρούς στρατούς, που όμως θα τα βρήκαν μπαστούνια με τους αγκυλότοξους Παίονες  στη νέα γειτονιά τους.

Άρχοντες δεν διατήρησαν στη μνήμη τους, καθώς άλλοι βρέθηκαν με πλούτη και άλλοι με ισχνή ρητορική. Αλλά  υπήρξαν σκληρά καρύδια: αγόρια και κορίτσια που έσκασαν από τον ζυγό μιας αυταρχίας και συναδελφώθηκαν με άλλους αντιστασιακούς, αλλά δεν καταδέχτηκαν ποτέ να διαλέξουν τον ίδιο δρόμο.

Ήθελαν ανανέωση, διάλογο, επιχειρήματα. Ακόμη υποστήριζαν μερικά φεγγάρια την Ευρώπη, ως γειτονόπουλα του αρχαίου Ευρωπού και του διάσημου Κούρου τους.

Μετά, αυτοί, οι απόγονοι Αθηναίων θυμάτων, δεν δίστασαν να αναμετρηθούν μαζί τους  στην Ποτίδαια και αλλού. Ήξεραν από πόλεμο, αλλά ολέθριοι στρατηγεύοντες εφάρμοζαν το σύστημα μπουλούκι : αιφνιδιαστικά χτυπήματα, ρητορικό θράσος, λάτρεις του ιστορικού κατενάτσιο, υπερβέβαιοι πως οι καθυστερήσεις και οι παρατάσεις ήταν μέρος της νικητήριας διαδικασίας.

Οι αντίπαλοι τους πείραζαν πως αυτά ήταν άχλα-άχλα και πρόχειρα, και πως τοχτύπα και φύγε ήταν καλή τακτική ατάκτων και γεμιτζήδων, αλλά μια πατρίδα ήθελε άλλα γνωρίσματα για να υπάρξει.

Εντέλει, όλοι είχαν άδικο, όπως συμβαίνει συχνά με την ζωή και τις παραλλαγές της. Τα βρήκαν μπαστούνια με τις διαδικασίες και τους Θράκες του Σιτάλκη.

«ὁ δ στρατς τν Θρκν κ τς Δοβρου σβαλε πρτον μν ς τν Φιλππου πρτερον οσαν ρχν, κα ελεν Εδομενν μν κατ κρτος, Γορτυναν δ κα᾿Αταλντην κα λλα ττα χωρα μολογίᾳ δι τν ᾿Αμντου φιλαν προσχωροντα τοΦιλππου υἱέος παρντος· Ερωπν δ πολιρκησαν μν, λεν δ οκ δναντο.πειτα δ κα ς τν λλην Μακεδοναν προυχρει τν ν ριστερ Πλλης καΚρρου».

Η καταγωγή από τον Ιδομενέα και τον Θησέα δεν ήταν αρκετή για να αφήσει κάτι παραπάνω απο μερικές νυχιές σε νοσούντα χωρία αποδιδόμενα σε σχολιαστές χαμένων περιπτώσεων.

Στο βάθος των προθέσεών τους, πίστευαν ολόψυχα πως θα γυρίσουν στην Αθήνα, ενώ ήταν τελεσιδίκως η γενιά του Λαβυρίνθου.

Γενιά μονίμως αφηρημένη, που αποκλείεται να αποξενώθηκε απο το μαύρο πανί των ταξιδιών της.

Πάνος Θεοδωρίδης – TheGreekCloud