Η Λάουρα Κοβέσι δεν ήρθε στην Αθήνα για να πολιτευθεί. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αυτά που είπε δεν έχουν πολιτικό ενδιαφέρον. Δεν ήρθε ούτε για να μοιράσει ειδήσεις ή «βόμβες». Αλλά το μότο της επίσκεψης- πως η διαφθορά δεν είναι ένα αφηρημένο ζήτημα ηθικής τάξης, σκοτώνει- αξίζει να το θυμόμαστε. Μα το πέρασμά της από την Αθήνα αφήνει πίσω του, προπάντων, ένα δηλητηριώδες ερώτημα: Αν η ευρωπαϊκή εισαγγελία- που μετρά μόλις τέσσερα χρόνια ζωής στο Λουξεμβούργο κι ακόμη λιγότερα στην Ελλάδα- δεν είχε ιδρυθεί, αν υποθέσεις όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν ακόμη αποκλειστικά εθνικής αρμοδιότητας, θα είχαμε μάθει όσα μάθαμε, θα είχαν αποκαλυφθεί όσα αποκαλύφθηκαν, θα είχαν γίνει όσα έγιναν;
Η απάντηση στο ερώτημα θα ήταν άδικο να μεταφραστεί ως μια καταδικαστική ετυμηγορία για την ικανότητα ή την πραγματική ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης. Είναι, όμως, μια σταγόνα ακόμη στην μεγάλη δεξαμενή με το δηλητήριο της δυσπιστίας, από την οποία ποτιζόμαστε, σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις. Και δηλητηριάζει την εμπιστοσύνη μας προς τους θεσμούς.
Κανένας θεσμός δεν εξαιρείται από την γενική άμπωτη της εμπιστοσύνης. Ίσως σε καμιά από τις χώρες του κόσμου που κάποτε αποκαλούσαμε «Δύση». Εδώ, όμως, ακόμη και οι πολιτικά ουδέτεροι και παραδοσιακά αξιοσέβαστοι θεσμοί- ένοπλες δυνάμεις, εκκλησία, πανεπιστήμιο- πλήττονται. Η εμπιστοσύνη προς αυτούς παραμένει υψηλή, αλλά σε υποχώρηση. Μειώθηκε δέκα μονάδες σε πέντε χρόνια, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας αξιών (world values survey) που επιμελήθηκε η «ΔιαΝΕΟσις». Οι υπόλοιποι υποφέρουν. Ειδικά για την δικαιοσύνη, η εμπιστοσύνη μειώθηκε από 59,1% το 2016 σε 46,5% το 2025. Πάλι καλά, θα έλεγε κανείς. Στις ΗΠΑ του Τραμπ η εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη έχει κατρακυλήσει στο 35%. Αλλά αυτό δεν αποτελεί καμιά παρηγοριά. Στην πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή μέτρηση (EU Justice scoreboard), η Ελλάδα βρέθηκε σε μια από τις χαμηλότερες θέσεις στον πίνακα που μετρά την άποψη των πολιτών για την ανεξαρτησία των δικαστών. Μόνον η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Πολωνία έχουν χειρότερα σκορ.
Δεν έχει σημασία αν η άποψη είναι δικαιολογημένη ή όχι. Σημασία έχει ότι η άποψη αυτή κυριαρχεί. Η εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη είναι η στοιχειώδης και θεμελιώδης προϋπόθεση διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και επιβίωσης της δημοκρατίας. Η έκπτωση της εμπιστοσύνης στην δικαιοσύνη, λοιπόν, έχει βαριές συνέπειες.
Η Ελλάδα είναι ίσως μια κάπως ακραία περίπτωση σ΄ένα σύμπαν δυσπιστίας. Η απώλεια της εμπιστοσύνης στους θεσμούς μοιάζει να είναι, σχεδόν παντού, η αναπόφευκτη συνέπεια της πόλωσης και του πολιτικού θρυμματισμού που απλώνεται σαν πολιτική πανδημία στον κόσμο. Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες πολιτικούς στοχαστές, ο Ιβάν Κράστεφ, έχει πει πως η δημοκρατία των πολιτών δίνει την θέση της σε μια δημοκρατία των «fans», των οπαδών. Όλες οι πολιτικές ή κοινωνικές μάχες είναι μάχες «ζωής και θανάτου», τα πολιτικά και κοινωνικά διλήμματα γίνονται θέματα «ταυτότητας», άσπρο ή μαύρο, όπου η νομιμοφροσύνη, η αταλάντευτη πίστη σε μια αλήθεια που δεν σηκώνει αντίλογο είναι το μέτρο της πολιτικής αρετής. Σε αυτό το περιβάλλον κάθε δικαστική απόφαση που δεν αναγνωρίζει το δίκιο στο οποίο πιστεύω, είναι εξ ορισμού άδικη, αν όχι προϊόν συνομωσίας.
Και κάπως έτσι, μπλέκουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο. Η απονομή της δικαιοσύνης από ανεξάρτητα δικαστήρια, απολύτως ανεπηρέαστα από πολιτικές επιρροές ή και από τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, είναι το πολυτιμότερο θεμέλιο μιας ανθεκτικής δημοκρατίας. Η αμφισβήτησή της αφαιρεί από την δημοκρατία το οξυγόνο. Μα ισχύει και το αντίστροφο. Η κρίση της δημοκρατίας έχει ως μοιραία και αναπόφευκτη συνέπεια την αμφισβήτηση, δίκαια ή, καμιά φορά, άδικα, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Πώς βγαίνουμε από τον φαύλο κύκλο; Πώς αποκαθίσταται ένα μίνιμουμ εμπιστοσύνης, χωρίς την οποία ούτε η δικαιοσύνη ούτε η δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει; Το ερώτημα είχε τεθεί σε έναν άλλο σύγχρονο στοχαστή, τον Γιουβάλ Χαράρι. Βρήκα ενδιαφέρουσα την απάντησή του.
Οι θεσμοί, είπε, συγκροτούνται από ανθρώπους. Και οι άνθρωποι κάνουν λάθη, αποτυγχάνουν, διαφθείρονται. Ποιους θεσμούς μπορούμε να εμπιστευθούμε, λοιπόν; «Εκείνους που παραδέχονται τα λάθη τους και έχουν μηχανισμούς διόρθωσης των λαθών τους». Αυτό που ξεχωρίζει την δημοκρατία από την δικτατορία είναι ακριβώς ότι η δικτατορία δεν έχει θεσμούς και μηχανισμούς αυτο-διόρθωσης. Αν η δημοκρατία δεν αποδεικνύει και δεν επιβεβαιώνει ότι έχει, αν οι θεσμοί της, από την εκτελεστική εξουσία ως την δικαιοσύνη, δεν αναγνωρίζουν τα λάθη, δεν ελέγχονται για αυτά, δεν λογοδοτούν και δεν τα διορθώνουν με τρόπο διαφανή και πανηγυρικό, οι πολίτες παύουν να καταλαβαίνουν ή να δίνουν σημασία στην διαφορά της δημοκρατίας από τον αυταρχισμό. Το λιγότερο: παύουν να ενδιαφέρονται.
Φέρτε το στα μέτρα μας. Τι προκάλεσε χειρότερη ζημιά, πολιτικά και θεσμικά; Το γεγονός ότι συνέβη ένα τόσο φονικό και δραματικό δυστύχημα στα Τέμπη ή το γεγονός ότι η κυβερνητική πλειοψηφία έδινε για καιρό την εντύπωση πως κάνει ό,τι μπορεί για να προστατεύσει από την λογοδοσία τους δικούς της, αποφεύγοντας ακόμη και μια ανώδυνη κατάθεση σε μια εξεταστική επιτροπή της Βουλής; Αυτό δεν είναι που άπλωσε την δυσπιστία σαν μια σταγόνα μελάνι στο ποτήρι;
Και τι έκανε στ’ αλήθεια μεγαλύτερη ζημιά; Ότι ένα σκάνδαλο σαν τον ΟΠΕΚΕΠΕ εξελισσόταν τόσα χρόνια με πολιτική ανοχή και (ίσως) υπόθαλψη; Ή η στάση της πλειοψηφίας, όπως αποτυπώθηκε σ’ εκείνη την αξιομνημόνευτη υπουργική άποψη πως «η Ευρωπαία Εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να μας πει αν θεωρεί ένοχο τον Βορίδη ή τον Αυγενάκη»; Πως το δικαίωμα αυτό το έχει μόνον η Βουλή, «δηλαδή η πλειοψηφία της», δηλαδή η Νέα Δημοκρατία, η οποία αποφάσισε «ότι δεν θέλει να ελεγχθούν- και τέλος»; Ήταν κι αυτή μια σταγόνα μελάνι που έκανε το ποτήρι κατάμαυρο. Κι άντε να ξεχωρίσεις μετά αν η δικαιοσύνη προσπαθεί ή όχι να κάνει καλά την δουλειά της.
(Ο Παύλος Τσίμας είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τα «Νέα Σαββατοκύριακο»)