Η απουσία σημαντικών βροχοπτώσεων, χιονοπτώσεων και υετού (ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων που πέφτουν στο έδαφος με οποιαδήποτε μορφή νερού) γενικότερα, έχει σαν αποτέλεσμα να επανέλθει στο προσκήνιο το πρόβλημα της λειψυδρίας, για πολλές περιοχές της χώρας μας, ιδιαίτερα όμως για την Αθήνα, όπου πλέον ζει και εργάζεται ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας.

Είναι όμως τωρινό το πρόβλημα της ύδρευσης στην Αθήνα;

Οι μεγαλύτεροι μάλλον θα θυμούνται ότι το πρόβλημα είχε κορυφωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις των επομένων ετών και τα έργα της ΕΥΔΑΠ, ιδιαίτερα η δημιουργία φράγματος (φράγμα Αγίου Δημητρίου) στον ποταμό Εύηνο της Αιτωλοακαρνανίας, με το οποίο δημιουργήθηκε ο αντίστοιχος ταμιευτήρας, τα νερά του οποίου διοχετεύονται μέσω σήραγγας στον Μόρνο και από εκεί στην Αττική έλυσαν, για κάποιες δεκαετίες, το πρόβλημα.

Αποτελεί όμως πρόβλημα μόνο των τελευταίων ετών η ύδρευση της Αθήνας; Απ’ ό, τι φαίνεται όχι, καθώς τον 6ο αι. π.Χ. ο Πεισίστρατος κατασκεύασε το πρώτο υδραγωγείο στην Αθήνα. Το σημαντικότερο όμως έργο για την υδροδότηση της Αθήνας ήταν το Αδριάνειο Υδραγωγείο που φτιάχτηκε στα χρόνια του φιλέλληνα Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (117-138) και του διαδόχου του Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161). Είναι χαρακτηριστικό ότι το Αδριάνειο Υδραγωγείο τροφοδοτούσε με νερό την Αθήνα περίπου μέχρι το 1940!

Υπήρξε αλλαγή των κλιματικών συνθηκών της Αθήνας υπό την αρχαιότητα μέχρι σήμερα;
Ένα από τα θέματα που απασχόλησαν επιστήμονες διαφόρων ειδικότητων (ιστορικούς, αρχαιολόγους, εθνολόγους, μετεωρολόγους και άλλους) ήταν το κατά πόσο άλλαξε το κλίμα της Αττικής και της Αθήνας από την αρχαιότητα.
Διατυπώθηκαν βασικά δύο απόψεις: η πρώτη, ότι το κλίμα άλλαξε και μάλιστα σημαντικά, με βασικούς εκφραστές τους Fallmerayer (Φαλμεράιερ), Fraas, Lepsius και Hundington και η δεύτερη ότι οι κλιματικές συνθήκες δεν άλλαξαν καθόλου. Βασικοί υποστηρικτές της δεύτερης άποψης ήταν οι Hehn, Heldreich, Fischer, Hann, Neumann, Partsch, Philipson, Gregory και κυρίως οι Έλληνες Αιγινήτης, Μαριολόπουλος και Μητσόπουλος.
Ο Hehn αντέκρουσε τις απόψεις του Fraas υποστηρίζοντας ότι προέρχονται από την αντιπάθειά του για την Ελλάδα. Ο Heldreich μελετώντας τα φυτά της αρχαιότητας στην Αττική και όσα υπάρχουν στα νεότερα χρόνια, συμπέρανε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στο κλίμα.
Ο Philipson διατύπωσε την άποψη ότι αφού το κλίμα της Αττικής επέτρεπε τις υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και άλλες υπαίθριες εκδηλώσεις στην αρχαιότητα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, οι κλιματικές συνθήκες παραμένουν ίδιες. Οι Neumann και Partsch καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα στο περίφημο έργο τους «Φυσική Γεωγραφία της Ελλάδος». Ο Partsch ειδικότερα για να δείξει τη σταθερότητα του κλίματος αναφέρει ότι οι ημερομηνίες συλλογής του ελαιόκαρπου και του τρύγου συμπίπτουν.
Ο Κ. Μητσόπουλος γράφει ότι για να παρατηρηθούν θερμοκρασίες «αιωνίων χιονιών» και πάγου στα βουνά της Ελλάδας πρέπει οι θερμοκρασίες να είναι λίγο πιο χαμηλές από τις σημερινές. Όμως κάνεις αρχαίος συγγραφέας, όπως τονίζει ο Philipson, δεν αναφέρει κάτι τέτοιο.
Ο κορυφαίος επιστήμονας Δημήτριος Αιγινήτης γράφει ότι η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα στην αρχαιότητα αλλά και σήμερα στην πρωτεύουσα είναι γύρω στους 17ο-18ο C. Οι φοίνικες καρποφορούσαν και την αρχαιότητα στην Αθήνα όμως οι καρποί τους δεν ωρίμαζαν για να γίνουν φαγώσιμοι. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, γράφει ο Δ. Αιγινίτης.
Τέλος, ο Ηλίας Μαριόπουλος στο μνημειώδες σύγγραμμά του το «Κλίμα της Ελλάδος», αντικρούει τα επιχειρήματα περί μη γονιμότητας, περί λειψυδρίας της ΝΑ Ελλάδας, περί μικρής παροχής και ξηρότητας του Κηφισού και του Ιλισού, που χρησιμοποιήθηκαν από όσους υποστήριζαν ότι υπήρξε μεταβολή των κλιματικών συνθηκών κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Μεταξύ των παραδειγμάτων που αναφέρει είναι ότι οι κυριότερες φάσεις της βλάστησης, της σποράς και του θερισμού των σιτηρών, δεν μετακινήθηκαν καθόλου χρονικά.
Η υδροδότηση της Αθήνας από την αρχαιότητα ως το τέλος της τουρκοκρατίας
Η Αθήνα, από την αρχαιότητα, αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα λειψυδρίας. Τα επιφανειακά νερά ήταν πάντα λιγοστά και η υδροδότηση της πόλης γινόταν συνήθως από πηγές και πηγάδια. Παράλληλα, υπήρχαν πολλές κρήνες διάσπαρτες μέσα στην πόλη, όπως και πλήθος δεξαμενών στις οποίες συγκεντρωνόταν βρόχινο νερό.
Από τον πρώτο εποικισμό της πόλης, η ύδρευση γινόταν από πηγές (Κλεψύδρα) και πηγάδια. Με τη νομοθεσία του Σόλωνα καθορίστηκαν τα εξής: Ρύθμιση των απολήψεων νερού από δημόσιες κρήνες και πηγάδια (σε απόσταση 4 σταδίων – 740 m), ιδιόκτητα πηγάδια ή και πηγάδια γειτόνων σε ποσότητα 40 λίτρων ημερησίως (δύο δοχείων των 6 χοών ημερησίως αν μετά από διάνοιξη ιδιόκτητου πηγαδιού στα 18.3 m δεν βρισκόταν νερό).
Από τα γνωστότερα αρχαία υδραγωγεία ήταν το Πεισιστράτειο, που κατασκευάστηκε από τον τύραννο Πεισίστρατο το 530 π.Χ. και αντλούσε νερό από τις πηγές του Υμηττού. Όμως, το σημαντικότερο έργο για την υδροδότηση της Αθήνας ήταν το Αδριάνειο Υδραγωγείο που κατασκευάστηκε από το 134 μ.Χ. έως και το 140 μ.Χ. από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο ξεκινούσε από τους πρόποδες της Πάρνηθας και κατέληγε στο Λυκαβηττό, όπου και κατασκευάστηκε η Αδριάνειος Δεξαμενή. “Υπολείμματα” του Αδριάνειου Υδραγωγείου είναι ακόμα ορατά, κυρίως στην περιοχή της Νέας Ιωνίας.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο και η Δεξαμενή λειτούργησαν υδροδοτώντας την περιοχή της Αθήνας μέχρι την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τότε πια το Υδραγωγείο εγκαταλείφτηκε, με αποτέλεσμα να πέσουν τα σαθρά τοιχώματά του. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Αθηναίοι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στράφηκαν στην κατασκευή πηγαδιών στα σπίτια τους.
Η υδροδότηση της Αθήνας από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους ως την κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα
Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους ο πληθυσμός της άρχισε να αυξάνεται. Το πρόβλημα της ύδρευσης μεγάλωνε. Επισκευές που γίνονταν κατά διαστήματα για να αυξηθεί η ποσότητα του νερού και ο αριθμός των δημοσίων κρηνών δεν είχαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν λύση για το μέλλον.
Αυτό οφειλόταν στα πενιχρά οικονομικά μέσα του Δήμου αλλά και στις αναχρονιστικές αντιλήψεις. Ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης που καταλάβαινε τη σημασία του θέματος διέθεσε στο τέλος του 1839 όσα χρήματα είχε εισπράξει από την πώληση των κτημάτων του και μαζί με τους Ιούλιο Έσλιν, Βέρτχαϊμ και Θεόδωρο Ράλλη ίδρυσαν εταιρεία για την ανάληψη της ύδρευσης της Αθήνας και πρότειναν στην κυβέρνηση, ως πρώτα έργα, την ενίσχυση του Αδριάνειου Υδραγωγείου με διοχέτευση νερού από την Πεντέλη μέχρι το Χαλάνδρι απ’ όπου περνούσε ο κύριος αγωγός του, την επισκευή και τον καθαρισμό του, την κατασκευή δεξαμενής συγκέντρωσης στην αντίστοιχη παρυφή της πόλης και την εγκατάσταση δικτύου διανομής μέσα στην Αθήνα για καθολική παροχή νερού σε κάθε σπίτι.
Ο Κλεάνθης πρότεινε να δίνει 300 δράμια νερού (δράμι= 1/400 της οκάς, μονάδας μέτρησης βάρους ως τις 31/3/1959, που αντιστοιχούσε 1.282 γραμμάρια) το δευτερόλεπτο, δωρεάν στον Δήμο και να εισπράττει συνδρομή από ιδιώτες 50 δραχμές τον χρόνο ανά δράμι κατανάλωσης. Το Δημοτικό Συμβούλιο στο οποίο παραπέμφθηκαν οι προτάσεις, τις απέρριψε, με το σκεπτικό ότι αποτελούν «υπερβολικήν και φρικαλέαν κερδοσκοπίαν». Έτσι όμως καταδίκασε τους δημότες της Αθήνας για 90 περίπου χρόνια ακόμα στο «μαρτύριο της σταγόνας».
Βασική πηγή ύδρευσης της Αθήνας εξακολουθούσε να αποτελεί το νερό από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, το οποίο συνεχώς καθαριζόταν και επισκευαζόταν. Το 1870 ανακαλύφθηκε και η δεξαμενή στο Κολωνάκι, η οποία είχε αχρηστευθεί, καθώς μεταβλήθηκε αρχικά σε στάνη, έπειτα σε εκκλησία και τελικά επιχωματώθηκε.
Πάντως καθαρίστηκε, επεκτάθηκε και έφτασε σε χωρητικότητα τα 2.200 κυβικά μέτρα νερού. Επρόκειτο όμως για ελάχιστη ποσότητα, καθώς στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν 200.000. Μόνο η περιοχή γύρω από την Πλατεία Συντάγματος υδρευόταν κανονικά.
Στις συνοικίες παρεχόταν νερό με μεγάλη οικονομία και όχι καθημερινά. Υπήρχαν όμως σε κάθε συνοικία δημόσιες κρήνες, μαρμάρινες για τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων, με γούρνα για τα υποζύγια. Σε περιόδους λειψυδρίας μόνο από αυτές και μάλιστα ορισμένες μέρες και ώρες παρεχόταν νερό. Από το προηγούμενο βράδυ οι κάτοικοι της πόλης άφηναν στα πεζοδρόμια τενεκέδες και στάμνες για να πάνε την επόμενη μέρα και να πάρουν νερό, όταν έρθει η σειρά τους.
Η ποιότητα του νερού ήταν άθλια, κυρίως από βιολογικής άποψης. Ο κεντρικός αγωγός, χτιστός και γεμάτος ρήγματα, καθώς και το δίκτυο διανομής λόγω κακοτεχνιών και φθορών «επέτρεπαν» προσμίξεις από το έδαφος. Τον Μάιο του 1907, περίπου 25 γυρίνοι (νεαροί βάτραχοι) πετάχτηκαν από τους σωλήνες ύδρευσης ενός σπιτιού στην οδό Ευριπίδου!
Ο ιδιοκτήτης του έγραψε επιστολή διαμαρτυρίας που κατέληγε: «Ή ο Δήμαρχος να φύγει ή ημείς να μεταναστεύσομεν εις την Αμερικήν». Η απάντηση του Δήμου ήταν καθησυχαστική: «…ωάρια βατράχων πάντα περιέχει παν ύδωρ, τινά εξ αυτών εντοπισθέντα εις τον μολύβδινον σωλήνα, εξεκολάφθησαν και δια της πιέσεως του ύδατος έπεσαν».
Παραδόξως, αυτό δεν θεωρήθηκε τόσο σοβαρό γεγονός, καθώς οι Αθηναίοι πριν από 120 χρόνια φοβούνταν κυρίως τις μολύνσεις που έθεταν σε κίνδυνο τις ζωές τους. Την εποχή εκείνη τεράστια ήταν η προσφορά των νερουλάδων, ιδιαίτερα τις περιόδους λειψυδρίας ή μολύνσεων του υδραγωγείου. Αυτοί μετέφεραν με κάρα και πουλούσαν στους Αθηναίους νερό από την Πεντέλη, το Μαρούσι, την Καισαριανή, την πηγή της Αγίας Ζώνης, τη Μεγάλη Βρύση της Κυψέλης (στη σημερινή οδό Φωκίωνος Νέγρη!) ή από τις πηγάδες του Βεζάνη και του Ασπρογέρακα, των εξοχικών τότε, Άνω Πατησίων!
Σύγχρονο σύστημα ύδρευσης – Το φράγμα του Μαραθώνα
Από τη δεκαετία του 1870, επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη είχαν αρχίσει να γίνονται διάφορες μελέτες για την οριστική αντιμετώπιση του θέματος της υδροδότησης της Αθήνας. Οι κυβερνήσεις Θεοτόκη (1899) και Βενιζέλου (1911) ασχολήθηκαν επίσης σοβαρά με το θέμα, αλλά οικονομικοί λόγοι και οι εξελίξεις σε άλλα ζητήματα (π.χ. η έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων τον Οκτώβριο του 1912) δεν επέτρεψαν να γίνει κανένα έργο.
Με το τέλος του του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη λήξη του εθνικού διχασμού, η υδροδότηση της Αθήνας αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας, δημιουργήθηκαν νέες ανάγκες. Στις 23 Δεκεμβρίου 1924, με την υπογραφή της Σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών, με τη σύναψη ομολογιακού δανείου 10 εκατομμυρίων δραχμών ξεκίνησε το 1925, η κατασκευή των πρώτων σύγχρονων έργων ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση, η ULEN αναλάμβανε την κατασκευή, τη συντήρηση και εκμετάλλευση των έργων ύδρευσης Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων. Για την εκμετάλλευση των έργων ιδρύθηκε η Ανώνυμος Εταιρεία των Υδάτων των Πόλεων Αθηνών- Πειραιώς και Περιχώρων (ΑΕΕΥ).
Το πρώτο μεγάλο έργο ήταν η κατασκευή του Φράγματος του Μαραθώνα (1926 – 1929). Το Φράγμα είναι επενδυμένο με πεντελικό μάρμαρο, κάτι που το καθιστά μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο! Έχει ύψος 54 μέτρα και μήκος 285 μέτρα. Εσωτερικά αποτελείται από σκυρόδεμα, το οποίο είναι φτιαγμένο με θραυσμένο μάρμαρο, τσιμέντο και ηφαιστειακή τέφρα.

Η κατασκευή του Φράγματος δημιούργησε την τεχνητή Λίμνη του Μαραθώνα, στο σημείο της συμβολής των χειμάρρων Χαράδρου και Βαρνάβα, χωρητικότητας 44.000.000 κ.μ. νερού. Για τη μεταφορά του νερού από τη Λίμνη του Μαραθώνα προς στην Αθήνα κατασκευάστηκε η Σήραγγα Μπογιατίου, μήκους 13,4 χλμ.

Η Σήραγγα Μπογιατίου, μέσω σωληνωτού αγωγού, μετέφερε ακατέργαστο νερό στις Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Νερού στο Γαλάτσι και από εκεί διοχετευόταν μέσω του νέου δικτύου. Τον Ιούνιο του 1931 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του νέου συστήματος ύδρευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις αρχικές μελέτες για το έργο είχε κάνει το 1892 ο Γάλλος Κελενέκ.

Όπως γράφει ο Κώστας Μπίρης, με άλλη σύμβαση και με ομολογιακό δάνειο 1 εκατομμυρίου δολαρίων ανατέθηκε στην ΑΕΕΥ και την ULEN η ανακαίνιση και επαύξηση του Αδριάνειου Υδραγωγείου.
Ταυτόχρονα μεταβιβάστηκε εν αγνοία του Δήμου Αθηναίου στην ULEN ολόκληρο το υπάρχον δίκτυο υδροδότησης της Αθήνας (εξωτερικό δίκτυο, δεξαμενή και δίκτυο διανομής).

Ο Δήμος, από τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης, πριν δηλαδή η ULEN κάνει οποιοδήποτε έργο έγινε πελάτης της και υποχρεωνόταν να πληρώνει σε αυτή το νερό που προερχόταν από δικές του εγκαταστάσεις φτιαγμένες με χρήματα των δημοτών του!
Το γεγονός προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις, θεωρήθηκε μέγα σκάνδαλο, χωρίς όμως να υπάρξουν περαιτέρω συνέπειες.

Νέα υδροδοτικά έργα στην Αθήνα: Υλίκη, Μόρνος, Εύηνος
Το 1956, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας, καθώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο υπήρξε κύμα αστυφιλίας προς την πρωτεύουσα χρησιμοποιήθηκαν, για την υδροδότηση της πόλης, τα νερά της φυσικής λίμνης Υλίκης, στη Βοιωτία. Η Υλίκη βρίσκεται σε περιοχή χαμηλού υψομέτρου. Έτσι, για να γίνει εφικτή η άντληση του νερού, λειτουργούν πλωτά και χερσαία αντλιοστάσια. Το κεντρικό αντλιοστάσιο της Υλίκης είναι σήμερα το μεγαλύτερο στην Ευρώπη.

Καθοριστικής σημασίας για την υδροδότηση της Αθήνας είναι το τεχνικό έργο που έγινε στον ποταμό Μόρνο το 1981. Τα σχέδια για την κατασκευή του και οι πρώτες εργασίες χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το φράγμα είναι το ψηλότερο χωμάτινο φράγμα της Ευρώπης, με ύψος 126 μέτρα. Το νερό φτάνει στην Αθήνα διαμέσου του υδραγωγείου του Μόρνου, του δεύτερου μεγαλύτερου υδραγωγείου στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ ιδρύθηκε η ΕΥΔΑΠ στις 23 Αυγούστου 1980. Προέκυψε από τη συγχώνευση δύο προηγούμενων οργανισμών: της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Υδάτων των Πόλεων Αθηνών-Πειραιώς (Ε.Ε.Υ.) και του Οργανισμού Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΟΑΠ).
Ένα άλλο μεγάλο έργο που ενισχύει την υδροδότηση της Αθήνας είναι η εκτροπή του ποταμού Ευήνου προς τον ταμιευτήρα του Μόρνου, με την κατασκευή φράγματος και σήραγγας, έργο που ολοκληρώθηκε το 2001.

Η ενωτική σήραγγα προσαγωγής που μεταφέρει τα νερά του Εύηνου, του αρχαίου Λυκόρμα, στον ταμιευτήρα του Μόρνου, του αρχαίου Δάφνου, μήκους 29,4 χλμ., ολοκληρώθηκε σε διάστημα λιγότερο των δύο ετών, γεγονός που αποτελεί παγκόσμιο επίτευγμα για την ολοκλήρωση σήραγγας μεγάλου μήκους.
Για τη μεταφορά του ακατέργαστου νερού από τους ταμιευτήρες στην Αττική κατασκευάστηκαν δύο μεγάλα υδραγωγεία, του Μόρνου και της Υλίκης, καθώς και ενωτικά υδραγωγεία, μέσω των οποίων επικοινωνούν μεταξύ τους τα δύο κύρια υδραγωγεία. Μέσω των υδραγωγείων του Μόρνου και της Υλίκης, το ακατέργαστο νερό μεταφέρεται στις τέσσερις Μονάδες Επεξεργασίας Νερού (ΜΕΝ) της ΕΥΔΑΠ: του Γαλατσίου, του Πολυδενδρίου, των Αχαρνών και του Ασπροπύργου.
Οι πηγές υδροληψίας της ΕΥΔΑΠ μπορούν να διαχωριστούν σε:
Κύριους υδροδότες: (Μόρνος, Εύηνος)
Βοηθητικούς υδροδότες: (Υλίκη, Μαραθώνας) και
Εφεδρικούς υδροδότες: (Υπόγειοι υδατικοί πόροι)
Οι υπόγειοι υδατικοί πόροι αξιοποιούνται με τη λειτουργία εκατό γεωτρήσεων συνολικής αντλητικής ικανότητας 70-125 κυβικών μέτρων νερού ετησίως.
Παρά τα έργα που έχουν γίνει, οι λιγοστές βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις των τελευταίων ετών έχουν μειώσει δραματικά τα αποθέματα νερού στους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ. Το πιο πρόσφατο δελτίο αποθεμάτων νερού της Εταιρείας (30/10/2025) είναι αποκαρδιωτικό.
Τη μέρα αυτή, στους ταμιευτήρες της υπήρχαν 376.477.000 κυβικά μέτρα νερού, όταν στην αρχή του υδρολογικού έτους (1η Οκτωβρίου 2025) ήταν 402.160.000 κ.μ., παρά τις αρκετές βροχές του Οκτωβρίου που πέρασε. Την αντίστοιχη ημερομηνία πέρυσι (30/10/2024) τα αποθέματα νερού ήταν περισσότερα κατά 200 εκατομμύρια κυβικα μέτρα περίπου.
Η αντίστοιχη ημερομηνία με τα λιγότερα αποθέματα ήταν η 30ή Οκτωβρίου 1993, με μόλις 109.085.295 κ.μ. νερού και αυτή με τα μέγιστα αποθέματα η 30η Οκτωβρίου 2015, δέκα χρόνια πριν, με 1.162.000 κ.μ. νερού, τριπλάσια δηλαδή περίπου σε σχέση με τα φετινά.
Η συνεχής αύξηση του πληθυσμού του λεκανοπεδίου, η χρήση του νερού σε μεγάλες ποσότητες από βιομηχανίες και επιχειρήσεις, αλλά και η αλόγιστη σπατάλη του από ιδιώτες έφεραν ξανά στο προσκήνιο τον εφιάλτη της λειψυδρίας για την πρωτεύουσα.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες το σχέδιο «Εύρυτος» που θα λύσει το πρόβλημα της λειψυδρίας της Αττικής για τα επόμενα 30 χρόνια. Ο «Εύρυτος» προβλέπει τη μερική εκτροπή των ποταμών Κρικελιώτη και Καρπενησιώτη προς τον Εύηνο.
Παράλληλα, η ΕΥΔΑΠ θα προχωρήσει σε νέες γεωτρήσεις και αξιοποίηση των παλιών σε Μαυροσουβάλα, Ούγγρους και Βοιωτικό Κηφισό που, όταν ολοκληρωθούν θα αποφέρουν ετησίως περίπου 150 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού.
Ως την ολοκλήρωση του «Εύρυτου» πάντως, το πρώτο εξάμηνο του 2029, ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και η ανάλογη εξ ουρανού βοήθεια με χιονοπτώσεις και βροχοπτώσεις που θα ενισχύσουν τους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ και δεν θα οδηγήσουν στη λήψη μέτρων, που όλοι απευχόμαστε.