Σε αδιέξοδο οδηγείται το -από τους πρώτους μήνες πρωθυπουργικής θητείας του- άνοιγμα του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Κίνα. Το Πεκίνο είναι δυσαρεστημένο με τη μερική αναδίπλωση και τις χρονοτριβές του, ενώ η Ουάσιγκτον παρακολουθεί με σκεπτικισμό τη συνεχιζόμενη -εν πολλοίς ακώλυτη- δράση του κύριου αντιπάλου του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα.
Η προσωπική διπλωματία του Πρωθυπουργού προκαλεί την ταυτόχρονη έλλειψη εμπιστοσύνης των δύο ισχυρών κρατών προς την Αθήνα. Το Μέγαρο Μαξίμου ουδέποτε συμμερίστηκε τις απόψεις των αρμόδιων Διευθύνσεων του υπουργείου Εξωτερικών που συνιστούσαν λελογισμένες κινήσεις προς την Κίνα. Αντί αυτών, ο κ. Μητσοτάκης εμμένει ουσιαστικά στη δημόσια δέσμευσή του προς τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, το 2019, για την άνευ όρων εξέταση όλων των επενδυτικών προτάσεων της Κίνας.
Ασφαλώς, το πρόβλημα δεν είναι οι θεμιτές επενδυτικές συζητήσεις (άλλωστε αν η Ελλάδα δεν τις εξέταζε θα ήταν το «κορόιδο» σε όλη την Ευρώπη), αλλά η έλλειψη κάθε διαπραγματευτικού πλαισίου. Ανάλογης βαρύτητας δήλωση, για επενδύσεις χωρίς όρους, δεν έχει κάνει ο Πρωθυπουργός ούτε για κάποια δυτική χώρα ούτε για τη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και την Ινδία. Επομένως, το Πεκίνο εξακολουθεί να κινείται με βάση την πρωθυπουργική δέσμευση και να θέτει αλλεπάλληλα αιτήματα. Η κυβέρνηση δεν τα αρνείται ευθέως και απλώς τα μεταθέτει σε απώτερο χρόνο, ώστε να προλάβει τις αντιδράσεις της αμερικανικής πλευράς.
Με τη σειρά τους, οι ΗΠΑ (με την εξαίρεση της απόφασης του κ. Μητσοτάκη να μην παραχωρήσει τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα 5G στην Huawei το 2021) διαπιστώνουν πως η κινεζική επιρροή, επιπλέον της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, σταδιακά επεκτείνεται σε ολόκληρη τη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα-μέλος της Ε.Ε. στην οποία τα αιτήματα της Κινεζικής Πρεσβείας για επαφές με όλα τα υπουργεία και δημόσιους οργανισμούς δεν υποβάλλονται αποκλειστικά στο υπουργείο Εξωτερικών, προς έγκριση και συντονισμό, αλλά έχουν καθιερωθεί πια οι απευθείας επικοινωνίες και συναντήσεις με όλους τους φορείς. Με τον τρόπο αυτό, πέραν της παγκόσμιας πρωτοτυπίας των ανεξέλεγκτων κινήσεων ξένων διπλωματών σε μια άλλη χώρα, εξουδετερώνονται τα όποια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα και κέρδη θα μπορούσε να έχει η ελληνική πλευρά.
Το αδιέξοδο της πολιτικής Μητσοτάκη έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας αναμένεται να κορυφωθεί το 2026 μετά από ένα συγκεκριμένο αίτημα που υπέβαλε, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, το ανώτατο στέλεχος του Κ.Κ. Κίνας, κ. Λι Σι (μέλος της Διαρκούς Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. και Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για τον Πειθαρχικό Έλεγχο). Ο κ. Λι Σι και τα μέλη της αντιπροσωπείας του, με επικεφαλής τον πρεσβευτή στην Αθήνα, Φάνγκ Τσιού, έδωσαν μέγιστη έμφαση στην οργάνωση εκδηλώσεων για τον εορτασμό, του χρόνου, της 20ης επετείου της αναβάθμισης της διμερούς διπλωματικής σχέσης σε «στρατηγική». Ενδεχόμενη αποδοχή του κινεζικού αιτήματος θα επιβαρύνει τις σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, ενώ η απόρριψή του θα εξοργίσει το Πεκίνο. Ενώπιον του διλήμματος, η απάντηση (που μάλιστα απαιτήθηκε από τον κ. Λι Σι να δοθεί σύντομα) ανήκει προσωπικά στον Πρωθυπουργό και λόγω του αξιώματός του και λόγω του λάθους περί επενδύσεων άνευ όρων. Η δέσμευσή του προστέθηκε στις, υπό το φόβο του Grexit, αποφάσεις των κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμου υπέρ της COSCO, οι οποίες μετέβαλαν τους -επωφελείς για την Ελλάδα- όρους της διμερούς Δήλωσης Στρατηγικής Σχέσης του 2006 επί Κ. Καραμανλή.
Η επίσκεψη του κ. Λι Σι στην Αθήνα σφραγίστηκε κι από ένα παρασκήνιο που είναι ενδεικτικό της άσκησης προσωπικής διπλωματίας από τον κ. Μητσοτάκη. Όταν η κινεζική πλευρά υπογράμμισε ότι ο κ. Λι Σι επιθυμούσε να συναντήσει οπωσδήποτε τον κ. Μητσοτάκη, η συμβουλή της υφυπουργού Εξωτερικών, Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, ήταν να αποφευχθούν οι επαφές στο ανώτατο επίπεδο Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού. Κρίθηκε ότι θα ήταν καλύτερα να περιοριστούν στο επίπεδο υπουργών και του γραμματέα της ΝΔ. Αρχικά, ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε ως ορθή τη σύσταση της αρμόδιας υφυπουργού, αλλά στη συνέχεια -άγνωστο γιατί- άλλαξε γνώμη. Νομίζοντας ίσως ότι θα αποφύγει -προσωπικά- τη δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον, επικαλέστηκε φόρτο εργασίας του ιδίου καθόλη τη διάρκεια της τετραήμερης παραμονής του κ. Λι Σι. Και για να προλάβει τις αντιδράσεις του Πεκίνου, ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να συναντήσουν, τελικά, τον ξένο επισκέπτη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κων. Τασούλας, και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κ. Χατζηδάκης. Βέβαια, τέτοια διπλωματικά τερτίπια το μόνο που επιτυγχάνουν είναι μειώνουν το σεβασμό -ταυτόχρονα- και των ΗΠΑ και της Κίνας προς την κυβέρνηση.
(Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Δημοκρατία”)