Υπάρχουν βιβλία, που λειτουργούν σαν καθρέφτες μιας ολόκληρης εποχής. Κι η Ιθάκη του Αλέξη Τσίπρα ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Μπορεί να ιδωθεί ως το αποτύπωμα μιας γενιάς στη συλλογική μας μνήμη.
Για όσους δεν είναι μυημένοι στην κοινωνιολογική συζήτηση περί γενιών, ο Αλέξης Τσίπρας, γεννημένος το 1974, κατατάσσεται στη Γενιά Χ, δηλαδή σε αυτούς, που γεννημένοι μεταξύ του 1965 και 1980, είδαν τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια να εκτυλίσσονται στις πρώτες δύο δεκαετίες μετά την πτώση της Χούντας.
Με ελληνικούς κοινωνιολογικούς όρους, πρόκειται για τη λεγόμενη “Γενιά της Μεταπολίτευσης”, ένα σύνολο ανθρώπων με παρόμοιες εμπειρίες και προσλαμβάνουσες, που διαμόρφωσε έναν ιδιαίτερο τρόπο κατανόησης του κόσμου.
Όσοι ανήκουμε σε αυτήν τη γενιά, και ιδιαιτέρως όσοι πολιτικοποιηθήκαμε εντός της Αριστεράς όπως ο Αλέξης Τσίπρας, αντιλαμβανόμαστε την πολιτική με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Καταρχήν διαμορφώσαμε τις αρχικές μας παραστάσεις μέσα σε κλίμα πολιτικής ελευθερίας και έντονης πολιτικοποίησης. Καθόλου αμελητέα και τα δύο. Όχι τυχαία, διαχωριζόμαστε από τους προηγούμενους με βάση το πρώτο, και από τους επόμενους με βάση το δεύτερο.
Είμαστε η μόνη γενιά σε αυτή τη χώρα, που θεωρεί την πολιτική ελευθερία ταυτόχρονα δεδομένη και κατάκτηση. Για τους μεγαλύτερους, αναμφίβολα η Δημοκρατία υπήρξε πολύτιμο ζητούμενο, που αγωνίστηκαν για αυτήν αλλά έμαθαν να ζουν και χωρίς αυτήν. Για τους νεότερους, υπήρξε κάτι αυτονόητο, κι ίσως όχι τόσο σημαντικό. Μόνο η γενιά της Μεταπολίτευσης, έχει αυτό το ιδιαίτερο βίωμα να θεωρεί τη Δημοκρατία μια κατάκτηση δεδομένη.
Ασφαλώς, η γενιά μου υπήρξε τυχερή. Δεν μεγάλωσε μόνο σε εποχές ειρήνης, εκδημοκρατισμού και ελευθερίας αλλά και σε εποχές αναδιανομής. Κι η ένταξη στην ΕΕ ενίσχυσε την ευημερία μας και διεύρυνε τους ορίζοντες μας. Η γενιά μου μορφώθηκε, βρήκε ευκαιρίες, έβγαλε χρήματα, χωρίς να χρειαστεί να ταλαιπωρηθεί όπως η παλιότερη ή η νεότερη γενιά, ιδιαίτερα αυτή της κρίσης του 2009.
Ψυχολογικά, η γενιά της Μεταπολίτευσης ενηλικιώθηκε στη σκιά δύο προηγούμενων γενιών: της Αντίστασης και κυρίως εκείνης του Πολυτεχνείου. Όσοι κατά την πρώτη δεκαπενταετία της Μεταπολίτευσης έχουμε ως νεαροί μαθητές ή φοιτητές την εμπειρία των οργανώσεων της Αριστεράς, θυμόμαστε την αύρα αλλά και το ψυχολογικό φορτίο αυτών των γενιών πάνω μας.
Έτσι, η γενιά της Μεταπολίτευσης αντιλήφθηκε την πολιτική με έναν ανθρωπολογικά διαφορετικό τρόπο από τους προηγούμενους. Η γενιά του Πολυτεχνείου, όπως και εκείνη της Αντίστασης, μιλούσαν πολύ για τον εαυτό τους, ήταν πρωταγωνίστριες γενιές. Είχαν περάσει «βάσανα και διωγμούς», είχαν ματώσει, είχαν ζήσει εποποιΐες και συγκλονιστικά συλλογικά δράματα, κι οι εμπειρίες τους συνιστούσαν την Ιστορία της Ελλάδας.
Η γενιά της Μεταπολίτευσης δεν είχε ασφαλώς τίποτε παρόμοιο να αφηγηθεί. Έτσι, η αρχική πολιτικοποίηση μας προέκυψε μέσα από τις ιστορίες των άλλων, τις πράξεις των προηγούμενων γενιών, το παρελθόν.
Φτιάχναμε τα όνειρα μας με υλικά του παρελθόντος, αλλά ζούσαμε στο παρόν, που εντωμεταξύ άλλαζε ραγδαία, τόσο ραγδαία που οι επόμενοι, οι Millenials και η γενιά Ζ, ελάχιστα μοιάζουν με εμάς. Κι έτσι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ή και τις επόμενες γενιές, που μιλούν διαρκώς για «τις εμπειρίες τους», «για το πως νιώθουν», η γενιά μου έμαθε να περνάει αφανής, παρατηρητής και αναλυτής των συλλογικών εμπειριών των άλλων.
Ίσως αυτό να εξηγεί, γιατί οι προηγούμενοι μας τσουβαλιάζουν με τους επόμενους («δεν καταλαβαίνετε εσείς τι περάσαμε») και οι επόμενοι, όμως, μας μπερδεύουν με τους προηγούμενους («πόσο Μπούμερ είσαστε»). Με απλά λόγια, οι Μπούμερ μας θεωρούν Millennials, κι οι Millennials, Μπούμερ. Αυτό έχει και τα πλεονεκτήματα του: αναπτύξαμε περισσότερο από κάθε άλλη γενιά ικανότητες κατανόησης των μεταβολών του περιβάλλοντος και δεξιότητες ενσυναίσθησης.
Τα παγκόσμια γεγονότα που σημάδεψαν την ενηλικίωσή μας -η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η διάλυση της ΕΣΣΔ και η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης- λειτούργησαν ως καθοριστικοί καταλύτες, διαμορφώνοντας τους διανοητικούς μας ορίζοντες.
Μετά το 1991, όσοι ήθελαν να παραμείνουν στο προοδευτικό φάσμα ακολούθησαν δύο βασικές κατευθύνσεις είτε τη σοσιαλδημοκρατία του “τρίτου δρόμου” είτε τον νέο ριζοσπαστισμό της αντι-παγκοσμιοποίησης. Η πρώτη πορεία σε έφερνε κοντά στον ρεαλισμό της νέας εποχής, η δεύτερη στην ουτοπία των ηττημένων. Ο Τσίπρας επέλεξε τον δεύτερο δρόμο, άλλοι από εμάς τον πρώτο. Κανένας δεν αποδείχθηκε νικηφόρος: ο “τρίτος δρόμος” κατέληξε σε θλιβερή υποταγή στον νεοφιλελευθερισμό, ενώ ο ριζοσπαστισμός συγκρούστηκε απότομα με τον ρεαλισμό, και βγήκε με πολλά τραύματα.
Η γενιά της Μεταπολίτευσης, μεγάλωσε με την παρακαταθήκη πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Εντούτοις, ξέρουμε πως οι παρακαταθήκες πλέον δεν αρκούν από μόνες τους.
Χρειάζεται, λοιπόν, να ξανασκεφτούμε όχι το παρελθόν αλλά το μέλλον. Να το ξανασχεδιάσουμε αντιλαμβανόμενοι πως αυτός ο σκληρός, άδικος και γεμάτος ανισότητες κόσμος δεν περιστρέφεται ασφαλώς γύρω από τον εαυτό μας. Και κυρίως δεν αρκεί να κάνουμε μόνο ατομικές αναρτήσεις στα σοσιαλ μίντια λέγοντας τι νιώθουμε, αν θέλουμε αυτός να αλλάξει προς το καλύτερο.
(Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι Καθηγητής ΠΑΜΑΚ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Τα Νέα Σαββατοκύριακο”)