Με λίγα 24ωρα διαφορά από την υπερψήφιση στη Βουλή των φορολογικών µέτρων που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός στην 89η ∆ΕΘ, σε µια ηµερίδα που οργάνωναν το Μορφωτικό Ιδρυµα της Εθνικής Τράπεζας, το ΙΟΒΕ και η «Ελληνική Παραγωγή», διατυπωνόταν µια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι καταπολέµησε τη φοροδιαφυγή. Αλλά, τα τελευταία χρόνια τα φορολογικά έσοδα γενικώς, και τα έσοδα από ΦΠΑ και φόρους κατανάλωσης ειδικότερα, ως ποσοστό του ΑΕΠ παραµένουν αµετάβλητα. Αν όµως πράγµατι είχε µειωθεί η φοροδιαφυγή, τότε θα έπρεπε η συµµετοχή των φορολογικών εσόδων στο ΑΕΠ, τουλάχιστον του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης που έµειναν αµετάβλητοι, να αυξάνεται! Αλλά κάτι τέτοιο –κατέληγε ο Τάσος Γιαννίτσης– δεν συµβαίνει.
Οι συντελεστές φόρων περιουσίας δεν έχουν αλλάξει, οι ισχύουσες φοροελαφρύνσεις δεν είναι σηµαντικές και, πάντως, εξουδετερώνονται από τη µη τιµαριθµοποίηση της φορολογικής κλίµακας που αποφέρει περίπου 1 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα ετησίως στα κρατικά ταµεία, οι δε συντελεστές ΦΠΑ και φόρων κατανάλωσης παραµένουν οι ίδιοι. Αν, λοιπόν, δεν αυξάνεται το ποσοστό των φορολογικών εσόδων στο ΑΕΠ, σηµαίνει ότι όσα κερδίζουµε από τη µια –παράδειγµα, µε τη διασύνδεση των IΡΟs µε τις ταµειακές µηχανές–, τα χάνουµε από κάπου αλλού.
Τι ο µύθος δηλοί; Οτι υπάρχουν µαύρες τρύπες – ή, αλλιώς, «η αγορά βρίσκει τον δρόµο της».
Για να κλείσει αυτός ο δρόµος χρειάζεται κι η φοβέρα: Αν, π.χ., ανοίξουν οι λογαριασµοί ενός φοροφυγά και αποδειχθεί παράνοµος πλουτισµός, υπάρχει η ποινή της δήµευσης… Αλλ’ αυτό που θα είχε σηµαντικά αποτελέσµατα θα ήταν αυτό που οι κυβερνήσεις αποφεύγουν να κάνουν: η τολµηρή µεταρρύθµιση του φορολογικού συστήµατος. Η τελευταία σοβαρή προσπάθεια φορολογικής µεταρρύθµισης είχε γίνει πριν από 22 χρόνια, επί διακυβέρνησης Κ. Σηµίτη, το 2003, από την Επιτροπή Γεωργακόπουλου. Αυτό που χρειάζεται να γίνει, λοιπόν, είναι αυτό που και η σηµερινή κυβέρνηση επί µια 7ετία αρνείται να κάνει, είναι η µεταρρύθµιση του πιο ταξικού φορολογικού συστήµατος σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ. Αυτή θα απέφερε αύξηση των φορολογικών εσόδων µε µειώσεις αλλά και µε αυξήσεις φόρων.
Μεταξύ των µειώσεων δεν µπορεί να µην είναι αυτή της έµµεσης φορολογίας, που είναι η βαρύτερη στους «27» της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παραπέµπει σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής που δεν διαθέτουν φορολογικό µηχανισµό. Επίσης, η µείωση της φορολογίας της µισθωτής εργασίας – που παραµένει σε µνηµονιακό καθεστώς. Και στις αυξήσεις, δεν µπορεί να µην είναι η αύξηση του φόρου στα κέρδη από υπεραξίες από χρηµατοπιστωτικά προϊόντα (απ’ όπου προέρχονται τα πολλά λεφτά) και στα διανεµόµενα κέρδη, τα µερίσµατα – καθώς και στις δύο αυτές κατηγορίες η Ελλάδα είναι στους ουραγούς στον ΟΟΣΑ. Βεβαίως, για να εφαρµοστεί οποιαδήποτε φορολογική νοµοθεσία, απαιτείται ένας επαρκής, σύγχρονος φορολογικός µηχανισµός. Οι προσπάθειες του Γ. Πιτσιλή έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσµατα, αλλά πρέπει να προστατευθούν και να ενισχυθούν µε νέους, εξειδικευµένους στις νέες τεχνολογίες ανθρώπους, που θα αµείβονται καλά. ∆εν χρειάζεται να ανακαλύψουµε την Αµερική. Πολιτική βούληση χρειάζεται.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» της Κυριακής)