Αν για κάτι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, αυτό είναι η αβεβαιότητα -λένε όλοι οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, και παραπέμπουν σε όσα πρωτοφανή συμβαίνουν Καμιά οικονομία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη, η ελληνική δεν θα μπορούσε να αποτελεί την εξαίρεση. Μία από τις πιο σοβαρές καθ’ ημάς συνέπειες είναι η αναβολή σχεδίων για νέες επιχειρηματικές δράσεις και επενδύσεις («ας κατακάτσει πρώτα ο κουρνιαχτός και βλέπουμε», είναι το μότο στην αγορά), όπερ έχει ιδιαίτερη σημασία για μια οικονομία σαν την ελληνική, που έχει μεγάλο χρέος και, με την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας –πρακτικά, στα μέσα του 2026 -οι ρυθμοί μεγέθυνσής της προβλέπεται να πέσουν μεταξύ 1 και 2%.
Λογικό είναι, κάθε χώρα να κάνει ό,τι μπορεί για να περιορίζει τους βαθμούς ανασφάλειας, να προσπαθεί να βρει πολιτικές αντισταθμιστικού χαρακτήρα, να εργάζεται με σχέδιο και επιμέλεια ώστε να κτίζει εμπιστοσύνη, να αξιοποιεί κάθε χαραμάδα για να επιταχύνει την έξοδό της από τη ζώνη της μεγάλης αβεβαιότητας. Λογικό θα ήταν αυτά να απασχολούσαν και τη χώρα μας. Είναι, ωστόσο, αυτά που δεν κάνουμε. Η κυβέρνηση έχει περιοριστεί σε βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις, υπό το άγχος των δημοσκοπήσεων και το φόβο της απώλειας της αυτοδυναμίας. Και, καθώς το imperium ήδη αμφισβητείται, το κέντρο της κυβέρνησης μεταλλάσσεται σε πηγή διευρυμένης αναπαραγωγής αβεβαιότητας.
Τείνει να μην λειτουργεί ως κυβέρνηση όλης της χώρας αλλά μάλλον ως προσωποπαγής κομματικός ψηφοθηρικός μηχανισμός.
Αυτό πρωτοφάνηκε στην 89η ΔΕΘ: Μοίρασε δημόσιο χρήμα σε επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες, από τις οποίες εκτιμά ότι μπορεί να περιμένει περισσότερες ψήφους. Δεν μειώνει αλλού τον ΦΠΑ αλλά τον καταργεί ειδικά στις εκλογικές περιφέρειες Β. Αιγαίου και Δωδεκανήσων. Μείωσε τη φορολογία μόνο για τα ζευγάρια με ετήσιο εισόδημα 40-60 χιλιάδες –όχι για τα φτωχά. Μείωσε το φόρο ειδικά σε όσους μισθώνουν ακριβά ή πολλά ακίνητα –όχι για τους άλλους. Έδωσε 13ο και 14ο μισθό επιλεκτικά: Η μηνιαία αύξηση 70 ευρώ το 2024 στα σώματα ασφαλείας, μαζί με το ειδικό επίδομα των 100 ευρώ και τις αυξήσεις της ΔΕΘ, ξεπερνούν τα 300 ευρώ μηνιαίως –δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών. Δηλαδή, ξεπερνούν τα 3.600 ευρώ ετησίως. Όπερ έδει δείξαι: Επανήλθαν 13ος και 14ος μισθός ειδικά για όσους εργάζονται στα σώματα ασφαλείας.
Ψηφοθηρικά ήταν τα κίνητρα και για το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Αν το θέμα ήταν μια διαφορετική διαχείρισή του μνημείου, θα κατέθετε μια πρόταση στη Βουλή, θα καλούνταν -σε πρόσφορο χρόνο, όπως συνέστησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- να πουν τη γνώμη τους στην επιτροπή της Βουλής όλοι οι εμπλεκόμενοι (από την Προεδρία της Δημοκρατίας όπου υπάγεται η μονάδα των Ευζώνων, μέχρι τον Φρούραρχο της Βουλής, τον Στρατό, την ΕΛΑΣ και το Δήμο των Αθηναίων), θα φαινόταν αν χρειάζεται ειδική ρύθμιση και ποια, και δημοκρατικά θα πρόκυπτε η ενδεδειγμένη λύση. Το θέμα, όμως, ήταν άλλο, να φύγει από τη δημοσιότητα η υπαναχώρηση στην υπόθεση Ρούτσι και η προφανής χειραγώγηση της δικαιοσύνης, να κοντύνει και ο υπουργός Άμυνας. Γι’ αυτό επιλέχτηκε διχαστική τακτική, προς άγραν ψήφων από τους «νοικοκυραίους».
Με αυτά, κερδίζει ή χάνει η κυβέρνηση; Χάνει ως θεσμός, αλλά ίσως κερδίζει ως ψηφοθηρικός μηχανισμός.
Χάνει ως θεσμός επειδή διχάζει την κοινή γνώμη, διχάζεται η ίδια και ρισκάρει τη σοβαρότητά της στα μάτια των μισών Ελλήνων. Πανηγυρίζει, όμως, ως ψηφοθηρικός μηχανισμός, καθώς το 74% όσων αυτοτοποθετούνται στο χώρο δεξιάς και κεντροδεξιάς εγκρίνουν τους χειρισμούς της στην υπόθεση του Άγνωστου Στρατιώτη. Χάνει ως θεσμός όταν η μεγάλη πλειονότητα πολιτών αμφισβητούν έντονα τον τρόπο και τη διαφάνεια με την οποία διαχειρίζεται το δημόσιο χρήμα και μόνο 1 στους 10 πιστεύει ότι τα μέτρα της ΔΕΘ θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία. Αλλά πανηγυρίζει ως ψηφοθηρικός μηχανισμός, αφού οι 4 στους 10 εκτιμούν ότι η ζωή τους θα επηρεαστεί θετικά από αυτά τα μέτρα -κι αυτό είναι το ζητούμενο.
Το κυβερνητικό ενδιαφέρον δεν έχει στο επίκεντρο τί πιστεύει το πολυδιασπασμένο ιδεολογικά, πολιτικά και κομματικά 70% της κοινωνίας. Το μείζον, κι αυτό που επιδιώκει με κάθε ενέργειά της η κυβέρνηση, είναι να συσπειρώνει σταθερά, επαναληπτικά, με κάθε αφορμή, το μεγάλο μέρος των υπόλοιπων, με το (βάσιμο) σκεπτικό πως, αν συσπειρώνει τουλάχιστον το 20% των ψηφοφόρων στο πλευρό της, τότε με το σημερινό εκλογικό σύστημα και μια συνήθη αποχή, ο δρόμος για να αγγίξει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία παραμένει ανοιχτός.
Η υποκατάσταση της κυβερνητικής λογικής (για όλους) από τη λογική του ψηφοθηρικού μηχανισμού (για «τους πιο πιθανούς ψηφοφόρους μας»), έχει κι άλλες, παράπλευρες συνέπειες: Αποδυναμώνει την ικανότητα προσαρμογής της χώρας και της οικονομίας της στις νέες, όλως ιδιαίτερες συνθήκες, παραπέμποντας στις καλένδες πολλά από όσα σημαντικά για το αύριο του τόπου θα έπρεπε να κάνουμε σήμερα. Καίμε χρόνο –που δεν μας περισσεύει. Κι αυτό επαυξάνει αντί να μειώνει τους κινδύνους για τη σταθερότητα.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» της Κυριακής)