Η Σοφία Βέμπο, η «τραγουδίστρια της Νίκης», με φωνή που «σφράγισε» μία ολόκληρη εποχή, υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από μία σπουδαία ερμηνεύτρια. Αποτέλεσε σύμβολο ελπίδας και αντίστασης για τους Έλληνες, μέσα στις πλέον σκοτεινές στιγμές στην ιστορία του έθνους.
Με τη χαρακτηριστική, βαθιά της χροιά, σημάδεψε το ελληνικό τραγούδι και άφησε μία μοναδική παρακαταθήκη, που συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει μέχρι σήμερα.
Η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε τη 10η Φεβρουαρίου 1910, στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933».
Την ίδια περίοδο, υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρεία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης φωνής της, η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940, ανέλαβε την εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ, πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα στην πολεμική επικαιρότητα.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα, φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα που είχαν εγκατασταθεί εκεί.
Το 1949, απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μία εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας.
Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μίας νέας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».
Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957.
Το 1959, πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μία διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου· είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967 – 1974 συμμετείχε στον αγώνα κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Την 11η Μαρτίου 1978, η φωνή της Σοφίας Βέμπο σωπαίνει. Η κηδεία μετατρέπεται σε λαϊκό προσκύνημα, ένα τελευταίο χειροκρότημα από τον λαό που γαλουχήθηκε, πάλεψε, επιβίωσε και γεύτηκε τη λευτεριά με τα τραγούδια της.