Η κλοπή στο Λούβρο επανέφερε στο προσκήνιο ένα διαχρονικό ερώτημα: Πόσο ασφαλή είναι τα ελληνικά μουσεία από πιθανούς κακοποιούς και ποια από τα εκθέματα των ελληνικών μουσείων είναι τόσο μικρά, πολύτιμα και φορητά ώστε να αποτελέσουν ελκυστικό στόχο για παράνομους συλλέκτες;
Η απάντηση δεν αφορά μόνο την υλική αξία των κειμηλίων, αλλά και την ιστορική και καλλιτεχνική σημασία τους. Στο ρεπορτάζ που ακολουθεί παρουσιάζουμε πέντε συγκεκριμένα κειμήλια, αναδεικνύοντας την ιστορία τους, την αξία τους και τις ευπάθειες που τα καθιστούν ευάλωτα. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι απόψεις κορυφαίων διευθυντών μουσείων στη χώρα μας, για το κατά πόσο κινδυνεύουν από ό,τι συνέβη στον Λούβρο.
Η Μάσκα του Αγαμέμνονα
Η χρυσή μάσκα που ανασύρθηκε το 1876 από τις ανασκαφές του Heinrich Schliemann στις Μυκήνες αποτελεί σύμβολο της μυκηναϊκής αρχαιότητας. Πρόκειται για λεπτό φύλλο χρυσού, διαμορφωμένο ώστε να αναπαριστά το πρόσωπο ενός ταφικού προσώπου, χρονολογούμενο στην ύστερη εποχή του Χαλκού.
Η μάσκα ανέδειξε τις Μυκήνες σε κέντρο μεγάλης πολιτισμικής σημασίας και έγινε αναγνωρίσιμη παγκοσμίως. Το μικρό της μέγεθος την καθιστά φορητή και θεωρητικά ευάλωτη σε κλοπή.

Οι πιθανές απειλές προκύπτουν κυρίως από γρήγορη αφαίρεση σε περιόδους συντήρησης ή κατά τη μεταφορά για δανεισμό σε άλλες εκθέσεις.
Παρά την ευκολία μεταφοράς, η αναγνωρισιμότητα του αντικειμένου καθιστά δύσκολη την παράνομη πώληση, ενώ η κύρια απειλή για δράστες εντοπίζεται σε περιπτώσεις εσωτερικής συνεργασίας ή στην προσπάθεια κατακερματισμού του χρυσού για πώληση ως υλικό.
Τα χρυσά κύπελλα από το Βαφειό της Λακωνίας
Τα χρυσά κύπελλα του Βαφειού, με ανάγλυφες σκηνές κυνηγιού, είναι δείγματα της υψηλής μυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας. Το μέγεθός τους τα καθιστά πιο πρακτικά για μεταφορά σε σχέση με τα μεγάλα αγάλματα, ενώ η υλική αξία του χρυσού τα καθιστά ελκυστικά για συλλέκτες.
Τα κύπελλα συνδέονται ιστορικά με ταφικές και τελετουργικές πρακτικές, γεγονός που αυξάνει τη συλλεκτική τους αξία. Οι ευπάθειες εμφανίζονται κυρίως κατά την πρόσβαση στις προθήκες, σε περιόδους δανεισμού σε άλλα μουσεία ή κατά εργασίες συντήρησης. Η αντικατάσταση με αντίγραφο ή ο κατακερματισμός για πώληση ως πολύτιμο μέταλλο αποτελούν επιπλέον κινδύνους.

Το χρυσό δαχτυλίδι από το Καβούσι
Το χρυσό δαχτυλίδι από την περιοχή Καβούσι της Κρήτης είναι ένα προσωπικό κτέρισμα υψηλού κύρους. Η μικρή του διάσταση το καθιστά εύκολα μεταφερόμενο και κρυπτόμενο, ενώ η ιστορική και καλλιτεχνική του αξία αυξάνει τη ζήτηση σε συλλέκτες.

Στην πράξη, η κλοπή τέτοιων αντικειμένων συνήθως γίνεται κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης ή μέσω πρόσβασης σε προθήκες με περιορισμένη εποπτεία.
Η ρευστοποίησή του απαιτεί δικτύωση με μεσαζόντες που μπορούν να «ξεπλύνουν» την προέλευση, αλλά αυτό δεν αποθαρρύνει τους οργανωμένους κύκλους παράνομης διακίνησης.
Τα χρυσά στεφάνια Ιβίσκου
Η Ανθηδόνα του Αγαθοκλέους, μια από τις πρώτες αρχοντοπούλες της Θεσσαλονίκης, έφυγε νικημένη από άγνωστη ασθένεια γύρω στα 50 της, τις πρώτες δεκαετίες του 3ου π.Χ. αιώνα. Η οικογένειά της την θρήνησε και την έθαψε με όλες τις τιμές, στολίζοντας τα μαλλιά της με ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα ελιάς, χρυσά σκουλαρίκια με τη μορφή του Έρωτα και έναν χάλκινο καθρέφτη, μαζί με δύο μυροδοχεία και έναν θασίτικο αμφορέα για να καλλωπίζεται στον Άδη. Οι συγγενείς της φρόντισαν να αφήσουν το αποτύπωμά της και ο τάφος φέρει το όνομα Ανθηδόνα του Αγαθοκλέους.
Είναι το ένατο χρυσό στεφάνι που βρέθηκε στην διάρκεια των ανασκαφών του μετρό. Τον Ιούνιο του 2008 στη διασταύρωση των τροχιογραμμών του μετρό στο ύψος της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Α.Π.Θ. (Σταθμός Σιντριβανίου), εντός του ανατολικού νεκροταφείου της της πόλης, βρέθηκαν άλλα 8 ολόχρυσα στεφάνια και μάλιστα σε μια ενδιαφέρουσα όσο και περιπετειώδη ανακάλυψη.

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα χρυσά στεφάνια αποτελούσαν πιθανότατα προσφορές στους νεκρούς, ενώ η χωρική γειτνίαση των τάφων και η χρονική τους εγγύτητα ίσως αποτελούν ενδείξεις για τον συσχετισμό των νεκρών, ως μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας ή κατοίκων ίδιας συνοικίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης φυλάσσονται 22 χρυσά στεφάνια από διάφορες περιοχές, ενώ πολλά είναι και τα επίχρυσα από μπρούντζο, ξύλο και πηλό.
Ο Δίσκος της Φαιστού
Ο δίσκος της Φαιστού είναι ένα πήλινο δισκοειδές τεμάχιο διαμέτρου περίπου 16 cm, καλυμμένο και στις δύο όψεις με σπειροειδή σειρά τυπωμένων συμβόλων — 241 σημάδια σε σύνολο 45 διαφορετικών χαρακτήρων — που δημιουργήθηκαν με σφραγίδες πάνω στο νωπό πηλό πριν αυτό ψηθεί.
Ανακαλύφθηκε το 1908 στη θέση της Φαιστού από τον Luigi Pernier και εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.

Ο δίσκος χρονολογείται στη μινωική εποχή (2ο χιλιετία π.Χ.), αλλά το ακριβές του νόημα, η γραφή και ο τόπος κατασκευής παραμένουν αινιγματικά — αυτός ο μυστήριος χαρακτήρας τον έχει καταστήσει ένα από τα πιο διάσημα και αναγνωρίσιμα αρχαιολογικά αντικείμενα της Κρήτης.
Η χρυσή λάρνακα του Φιλίππου Β’
Η χρυσή λάρνακα του Φιλίππου Β’ ανακαλύφθηκε το 1977 στον βασιλικό τάφο της Βεργίνας και θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της αρχαιολογίας. Πρόκειται για μια χρυσή λάρνακα με ανάγλυφο τον δεκαεξάκτινο Ήλιο της Βεργίνας, το οποίο αποτελεί σύμβολο της Μακεδονίας.
Φυλάσσεται στο Μουσείο της Βεργίνας.

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων
Μπορεί να μοιάζει με μαύρο κουτί από τις μέρες μας, αλλά ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι ελληνικό δημιούργημα του 2ου αιώνα π.Χ. Ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα σε ένα ναυάγιο κοντά στο νησί Αντικύθηρα, και από τότε έχει συναρπάσει επιστήμονες, μηχανικούς και αρχαιολόγους. Το σύμπλεγμα των γραναζιών και των δίσκων του μπορούσε να υπολογίζει τις φάσεις της Σελήνης, τις εκλείψεις, ακόμη και την ημερομηνία των αθλητικών αγώνων της εποχής. Είναι, ουσιαστικά, ο πρώτος γνωστός «αναλογικός υπολογιστής» του κόσμου.
Η σημασία του δεν είναι μόνο τεχνική. Ο Μηχανισμός δείχνει ότι οι Έλληνες της ελληνιστικής περιόδου είχαν κατασκευάσει ένα εργαλείο τόσο ακριβές που, αν το είχαμε σήμερα, θα έμοιαζε με σύγχρονη μηχανή. Η τεχνολογία του προκαλεί δέος: γρανάζια μέσα σε γρανάζια, όλα φτιαγμένα από μπρούτζο, που λειτουργούσαν σαν μικροί υπολογιστές αιώνες πριν εμφανιστούν οι ηλεκτρονικοί.
Σήμερα, τα θραύσματα του μηχανισμού φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Εκεί μπορεί κανείς να τα δει μαζί με ψηφιακές αναπαραστάσεις που δείχνουν πώς κινούνταν τα γρανάζια και τι έδειχνε η συσκευή στην εποχή της. Η πραγματική πρόκληση είναι η ασφάλειά του: μικρά, πολύτιμα και μοναδικά κομμάτια, όπως αυτά, είναι ευάλωτα σε κλοπή, αν και η επιστημονική τους σημασία τα καθιστά δύσκολα στην παράνομη διακίνηση. Οι επισκέψεις και οι εκθέσεις έχουν προσεκτικά πρωτόκολλα: η θερμοκρασία και η υγρασία ελέγχονται συνεχώς, η πρόσβαση είναι περιορισμένη και κάθε εργασία συντήρησης γίνεται υπό αυστηρή επίβλεψη.

Πόσο ασφαλή είναι τα ελληνικά μουσεία: Πέντε διευθυντές απαντούν
«Πόσο ασφαλή είναι τα δικά μας μουσεία;» απάντησαν στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ειδήσεων οι διευθυντές από το Μουσείο Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο, αλλά και ο πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ).
Ν. Σταμπολίδης, γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης: Το Λούβρο να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αποκατάστασης των Παρθενώνειων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης
«Όσο τα μουσεία δεν σέβονται τον εαυτό τους, φοβούμαι ότι τέτοιου είδους φαινόμενα θα υπάρχουν, όπως αυτά που προηγήθηκαν στο Λούβρο και στο Βρετανικό Μουσείο. Εύχομαι το Λούβρο να βρει σύντομα τα κλεμμένα σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας της Γαλλίας, συγχρόνως όμως να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αποκατάστασης των Παρθενώνειων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης που εκλάπησαν από τον Fauvel και τα οποία αποτελούν μέλη του σώματος του Παρθενώνα και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης. «Η ενδελεχής καταγραφή και τεκμηρίωση όλων των τεχνέργων που βρίσκονται στα μουσεία της χώρας μας και στο εξωτερικό, αποτελούν πέραν της εγρήγορσης του φυλακτικού προσωπικού, τα πρώτα βήματα προστασίας των πολιτιστικών μας αγαθών», συμπλήρωσε.
Κ. Νικολέντζος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου: Εντατικοποίηση, εμπλουτισμός και ολοκλήρωση του Εθνικού Αρχείου Μνημείων
«Στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 210 δημόσια/κρατικά αρχαιολογικά μουσεία και δεκάδες οργανωμένοι επισκέψιμοι αρχαιολογικοί χώροι. Βάσει της Στατιστικής Αρχής, 6.651.911 ήταν οι επισκέπτες των μουσείων μας και 14.000.000 των αρχαιολογικών μας χώρων το 2024. Παρά τους μεγάλους αυτούς αριθμούς, όπως γνωρίζετε καλύτερα ημών, έχουν σημειωθεί ελάχιστα και μεμονωμένα κρούσματα κλοπών ή βανδαλισμών, η πλειονότητα των οποίων εξιχνιάστηκε ή διαλευκάνθηκε σχεδόν άμεσα. Σημειώνεται ότι με αφορμή περιστατικά βίας ή κλοπών πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικά σεμινάρια στο φυλακτικό προσωπικό, εκπονήθηκαν κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τα καθήκοντα και το modus operandi των φυλάκων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, ενώ αυστηροποιήθηκαν οι κανόνες εισόδου σε αρχαιολογικές αποθήκες κλπ. Επιπλέον έχει δημιουργηθεί και διαρκώς εμπλουτίζεται το Εθνικό Αρχείο Μνημείων, καθιστώντας άσκοπη όποια προσπάθεια κλοπής/ υπεξαίρεσης αρχαιοτήτων», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Νικολέντζος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
«Τα μεμονωμένα και άκρως συγκεκριμένα περιστατικά δείχνουν ότι:
* Τα συστήματα ασφαλείας και το φυλακτικό προσωπικό των Μουσείων λειτουργούν ικανοποιητικά και σίγουρα αποτρεπτικά.
* Έχει γίνει κατανοητό ότι τα εκθεσιακά αντικείμενα έχουν απολέσει το εμπορικό ενδιαφέρον, καθώς ουσιαστικά έχουν τεθεί εκτός εμπορίου και συναλλαγών.
* Το κοινό έχει ευαισθητοποιηθεί σε πράξεις βανδαλισμού/ κλοπής αρχαίων.
* Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομοθεσία, τα μνημόνια συνεργασίας που έχουν υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος με τις χώρες “υποδοχής” αρχαίων, η αυστηροποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων έχουν περιορίσει σημαντικά και καθοριστικά τις δυνατότητες παράνομης διακίνησης αρχαίων.
Περισσότερες πληροφορίες για θέματα παράνομης διακίνησης, κλοπών βανδαλισμών, λαθρανασκαφών μπορείτε να αναζητήσετε και από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών», συμπληρώνει ο ίδιος και καταλήγει ως προς τα επιπλέον μέτρα που θα πρότεινε για την καλύτερη θωράκιση των μηχανισμών προστασίας της κληρονομιάς μας: «Εντατικοποίηση, εμπλουτισμός και ολοκλήρωση του Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Εισαγωγή νέας τεχνολογίας στα συστήματα ασφαλείας/ διαρκής ανανέωση και επικαιροποίησή τους. Αύξηση του αριθμού του φυλακτικού προσωπικού και μάλιστα με φύλακες υπαίθρου (για τους μη οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους). Εξέταση της σκοπιμότητας σύστασης για τα μεγάλα αρχαιολογικά μουσεία και μουσεία τέχνης ειδικού αστυνομικού σώματος με κατάλληλη εκπαίδευση και εξειδικευμένες γνώσεις».
Αικατερίνη Δελλαπόρτα, γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Νομισματικού Μουσείου: Κανένα σύστημα φύλαξης δεν είναι απόλυτα ασφαλές
Η γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Νομισματικού Μουσείου Αικατερίνη Δελλαπόρτα υπογράμμισε πως καίτοι τα ελληνικά μουσεία είναι κατά κανόνα ασφαλή κι ακολουθούν τα σχετικά πρωτόκολλα, πάντοτε χρειάζονται βελτιώσεις, όσον αφορά το προσωπικό για τη φύλαξη και τα προσήκοντα τεχνολογικά μέσα για την αποτελεσματική προστασία τους.
«Η ληστεία στο Λούβρο απέδειξε το “συμβαίνει και εις Παρισίους” και ότι κανένα σύστημα φύλαξης δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Μεγάλες ληστείες όπως αυτή του Λούβρου σχεδιάζονται προσεκτικά, βρίσκονται ένα βήμα εμπρός από τα συστήματα ασφαλείας, πιθανόν γιατί έχουν συνεργούς από μέσα. Αλλά ούτε και τα κοσμηματοπωλεία είναι ασφαλέστερα όπως ισχυρίζεται η βρετανική Guardian, αν σκεφθεί κανείς τις ληστείες στο Bulgari το 2023 και στο Chopard το 2016 στην πλατεία Vendome αλλά ακόμη και σ’ αυτήν την Lloyds Bank στο Λονδίνο παλιότερα», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Δελλαπόρτα, προσθέτοντας: «Θεωρώ λοιπόν ότι αναλογικά τα ελληνικά Μουσεία είναι ασφαλή, εφαρμόζουν τα διεθνή πρωτόκολλα ασφαλείας και τις Οδηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού, χωρίς αυτό να τα καθιστά απόρθητα».
Όσον αφορά τους χρειώδεις μηχανισμούς, η κ. Δελλαπόρτα τόνισε πως «πάντα επιδέχονται βελτιώσεις, ανάλογα και με την ιδιαιτερότητα του κάθε μουσείου, ξεκινώντας από την αύξηση του αριθμού του φυλακτικού προσωπικού και καταλήγοντας στις τεχνολογικές υποδομές ασφαλείας, τους συναγερμούς και τα συστήματα παρακολούθησης. Η τοποθέτηση μηχανημάτων ελέγχου για τους επισκέπτες αλλά και η ειδική εκπαίδευση του φυλακτικού προσωπικού είναι πολύ σημαντική, όπως και η αυστηρή τήρηση των κανόνων φύλαξης, και γιατί όχι, η δημιουργία ενός ειδικού σώματος φυλάκων αρχαιοτήτων στους κόλπους της Ελληνικής Αστυνομίας, που να υπηρετεί στα μεγάλα Μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους», πρόσθεσε η γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου. Και κατέληξε: «Από την άλλη θέλω να τονίσω ότι το φυλακτικό προσωπικό στα ελληνικά Μουσεία, παρ’ όλες τις μικρές παρεκκλίσεις και τις κριτικές που δέχεται, ασκεί τα καθήκοντά του με μεγάλη ευσυνειδησία γιατί νοιώθει το Μουσείο που δουλεύει δικό του και το προστατεύει σαν το σπίτι του».
Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων: αποτελεσματική φύλαξη δεν γίνεται με κάμερες
«Ως Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) έχουμε να πούμε πως η ανάγκη πρόσληψης φυλακτικού προσωπικού είναι επιτακτική και πως αποτελεσματική φύλαξη δεν γίνεται με κάμερες, αλλά με επαγγελματίες και με την παρουσία τους σε χώρους και Μουσεία», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΣΕΑ, Κώστας Πασχαλίδης.