Πήγα στο Σύνταγμα. Ατένισα σιωπηλός το δεύτερο κενοτάφιο, των πενήντα εφτά, που έχει αυτοσχέδια φτιαχτεί εμπρός στο πρώτο κενοτάφιο, του Άγνωστου Στρατιώτη. Είδα τα κεράκια, τα φαναράκια, τα κουκλάκια, τα ποιήματα. Τα κτερίσματα που έχουν τοποθετήσει οι πενθούντες και όσοι τους συμπαραστέκονται ή τους εναγκαλίζονται. Να εκφράσω αισθητική κρίση; Να το αντιμετωπίσω σαν μια εικαστική εγκατάσταση, η οποία εκτίθεται σε κάποια γκαλερί και απευθύνεται στο φιλότεχνο κοινό; Θα ήταν βλάσφημο. Στοιχειώδη συναίσθηση αν έχεις, αντιλαμβάνεσαι ότι ο θάνατος είναι υπεράνω καλού ή κακού γούστου.

του Χρήστου Χωμενίδη

Σηκώθηκε έπειτα βουή κι αντάρα. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως ο Άγνωστος Στρατιώτης τίθεται υπό την προστασία του υπουργείου Αμυνας. Η αντιπολίτευση αντέδρασε σάμπως να είπε ότι θα κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους, κατά το παράδειγμα του Τραμπ, ο οποίος έχει αντικαταστήσει στις μεγάλες πόλεις της Αμερικής την αστυνομία με την εθνοφυλακή.

Εν ριπή οφθαλμού, η συζήτηση εκφυλίστηκε. Οι καλεσμένοι στα τηλεοπτικά πάνελ και οι κήνσορες του Διαδικτύου διαγκωνίζονταν ποιος τους θα αμολήσει τη μεγαλύτερη μπαρούφα. Τι για την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 ακούσαμε, για τους επαναστάτες που ανάγκασαν τον Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα – τότε βεβαίως δεν υπήρχε ο Αγνωστος Στρατιώτης ούτε ως σκέψη… Τι για τα Δεκεμβριανά του 1944 και του 2008 – να θυμηθούμε, με την ευκαιρία, πως το ΚΚΕ είχε, στο φόρτε των «Αγανακτισμένων», περιφρουρήσει τη Βουλή από τους κουκουλοφόρους που πετούσαν μολότοφ και απειλούσαν να εισβάλουν. Τι για την αυταξία, δήθεν, κάθε λαϊκής κινητοποίησης. Εάν κάποιοι τροτσκιστές, αναρωτιέμαι, τελούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής μνημόσυνο για τους ομοϊδεάτες τους που εξόντωσαν στην Ελλάδα οι σταλινικοί, τα σημερινά αποσπόρια του Ζαχαριάδη θα το καλοδέχονταν; Κατέληξαν, κατά τα ειωθότα, οι μεν να αναθεματίζουν την Αριστερά συνολικά, οι δε να τους χαρακτηρίζουν «ορφανά της Χούντας». Πηχτή ανοησία. Αφόρητη κοινοτοπία.

Οι πιο υποψιασμένοι είχαν – εννοείται – πονηρές ερμηνείες. «Ο Μητσοτάκης θέλει να στριμώξει τον Δένδια…», «Κάνουν αντιπερισπασμό, τραβάνε το ενδιαφέρον από τον νόμο για τα εργασιακά…», «Κοντεύει η 28η Οκτωβρίου, πρέπει να καθαριστεί ο χώρος για την παρέλαση…». Το τελευταίο μου ακούγεται περισσότερο πειστικό.

Θεωρητικά μιλώντας, η κυβέρνηση έχει δίκιο. Ο Άγνωστος Στρατιώτης, το ανάγλυφο του νεαρού άνδρα που θυσιάστηκε τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, το άσβεστο καντήλι, τα χαραγμένα τοπωνύμια των ηρωικών και πένθιμων στιγμών του έθνους – Κρήτη, Μικρά Ασία, Αργυρόκαστρο, Μπιζάνι – απαιτούν τον απόλυτο σεβασμό. Συλλογικά ξεσπάσματα και διεκδικήσεις μπορούν να γίνονται οπουδήποτε αλλού. Δεν θα φρίττατε εάν κάποιος πατούσε, για όποιον λόγο, πάνω στον τάφο των γονιών σας; Πολλώ δε μάλλον του αδελφού σας που σκοτώθηκε στον πόλεμο;

Μόνο που οι Ελληνες έχουμε να πολεμήσουμε, από την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Πενήντα ένα χρόνια. Δυο γενιές. Τα τελευταία νεανικά φέρετρα δεν μας ήρθαν από το μέτωπο. Μα από τα Τέμπη. Και αν το να πέφτεις υπέρ βωμών και εστιών αποτελεί υπέρτατη τιμή, το να σκοτώνεσαι σε σιδηροδρομικό δυστύχημα είναι σκέτος παραλογισμός. Κάτι που δεν χωνεύεται, δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου.

 

Από αυτό το αδιανόητο ξεκινούν όλα. Και η απαίτηση των συγγενών να γίνουν εκταφές, μήπως και κάτι φωτιστεί, αποκαλυφθεί. Και οι πιο παρανοϊκές ακόμα θεωρίες συνωμοσίας. Και ο θρήνος που δεν λέει να κοπάσει. Και η χυδαία εκμετάλλευσή του από κάθε λογής πολιτικάντηδες. «Κακιά ώρα» σημαίνει πως κάποτε ο Θεός – ή ό,τι υπάρχει στη θέση του – σου γυρνάει την πλάτη. Σε περιφρονεί παγερά. Η εκδοχή της κακιάς χώρας κάπως ανακουφίζει. Σημαίνει πως εφόσον φτιάξει η χώρα, διορθωθούν οι παθογένειές της, τιμωρηθούν οι ένοχοι και όσοι τους καλύπτουν, το παράλογο θα πάψει να υπάρχει. Αμ δε…

«Δεν θα σβήσουμε εμείς τα ονόματα» δήλωσαν κυβερνητικοί κύκλοι. «Θα το κάνει ο καιρός, οι βροχές…». Λάθος. Ως να πεθάνει και ο τελευταίος δικός τους, η μνήμη των πενήντα εφτά θα μένει ολοζώντανη. Μαζί με ένα «γιατί;» που δεν χορταίνει με καμία απάντηση.

(Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας – το άρθρο δημοσιεύτηκε στα tanea.gr)