Ο Ούγγρος μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος Λάσλο Κρασναχορκάι, γνωστός για τα δύσκολα, μεταμοντέρνα μυθιστορήματά του, με τα δυστοπικά και μελαγχολικά θέματα τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025. Αρκετά από τα έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Το Τανγκό του Σατανά» (Satantango) (1985) και «Η μελαγχολία της αντίστασης» (1989), έχουν γυριστεί σε ταινίες από τον Ούγγρο σκηνοθέτη του κινηματογράφου και φίλο του, Μπέλα Ταρ. Ο Κρασναχορκάι γράφει στην ουγγρική και στη γερμανική γλώσσα.
Εργάστηκε για μερικά χρόνια ως επιμελητής εκδόσεων μέχρι το 1984, όταν έγινε ανεξάρτητος συγγραφέας. Σήμερα ζει απομονωμένος στους λόφους του Szentlászló . Έχει γράψει πέντε μυθιστορήματα και έχει κερδίσει πολλά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου Μεταφρασμένης Λογοτεχνίας του 2019, το Διεθνές Βραβείο Man Booker του 2015 και το Βραβείο Καλύτερου Μεταφρασμένου Βιβλίου στην κατηγορία Μυθοπλασία του 2013 για το «Satantango». Το 1993, κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Βιβλίου της Χρονιάς στη Γερμανία για τη «Μελαγχολία της Αντίστασης»
Ο Κρασναχορκάι γενννήθηκε στο Γκιούλα της Ουγγαρίας, στις 5 Ιανουαρίου του 1954. Σπούδασε νομικά και στη συνέχεια εγγράφηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης, όπου υπέβαλε μία διπλωματική εργασία με θέμα το έργο και τις εμπειρίες του Ούγγρου συγγραφέα Σαντόρ Μαράι (1900–1989) μετά τη φυγή του από τη χώρα του το 1948 για να αποφύγει το κομμουνιστικό καθεστώς.

Κατά τη διάρκεια των φοιτητιικών του χρόνων στη Βουδαπέστη ο Κρασναχορκάι εργαζόταν στον εκδοτικό οίκο «Gondolat Könyvkiadó», ενώ αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1983 άρχισε να βιοπορίζεται ως συγγραφέας. Το 1985, με την επιτυχία του μυθιστορήματος Sátántangó («Το τάγκο του Σατανά»), εκτινάχθηκε στην πρώτη γραμμή της ουγγρικής λογοτεχνικής ζωής. Το δυστοπικό αυτό έργο θεωρείται το διασημότερό του διεθνώς
Το 1993 το μυθιστόρημά του Η μελαγχολία της αντίστασης απέσπασε το γερμανικό Bestenliste-Prize για το καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς. Ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα Πόλεμος και πόλεμος, ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και αφέθηκε στην επίδραση του Αμερικανού ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ζώντας για λίγο στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη και χαρακτηρίζοντας τις συμβουλές του «πολύτιμες» για την ολοκλήρωση του βιβλίου του.
Το 1996, το 2000 και το 2005 πέρασε 6 μήνες στο Κιότο. Η επαφή του με την αισθητική και τη λογοτεχία της Απω Ανατολής έφερε σημαντικές αλλαγές στο ύφος και τη θεματολογία του, αλλά έχει περάσει και μέρες ή εβδομάδες σε αρκετές άλλες χώρες, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ισπανία αλλά και η Ελλάδα, εμπειρίες που χρονικογραφεί στο μυθιστόρημά του «Seiobo» (Best Translated Book Award 2014) Μετά το 1985 ο σκηνοθέτης και φίλος του συγγραφέα Μπέλα Ταρ γύρισε ταινίες βασισμένες σε έργα του Κρασναχορκάι, μεταξύ των οποίων και το Sátántangó.
Η περυσινή νικήτρια, ο Σεφέρης και ο Ελύτης
Πέρυσι, η η Σουηδική Ακαδημία είχε τιμήσει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας την Han Kang, μία από τις πιο δυνατές φωνές της σύγχρονης νοτιοκορεατικής λογοτεχνίας Από το 1901, συνολικά 117 συγγραφείς έχουν βραβευτεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Han Kang είναι η 18η γυναίκα συγγραφέας που τιμάται με τη σπουδαία λογοτεχνική διάκριση, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Νορβηγό Jon Fosse.
Με μια λιτή, κατά το έθιμο, ανακοίνωση, η κριτική επιτροπή βράβευσε τη συγγραφέα από τη Νότιο Κορέα «για την έντονη ποιητική της πρόζα που αναμετράται με τα τραύματα της ιστορίας και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής».

Για περισσότερο από έναν αιώνα, το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς στο χώρο του βιβλίου. Από το μακρινό 1901, η Σουηδική Ακαδημία τιμά συγγραφείς απο ολόκληρο τον κόσμο που με την πένα τους έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα όχι μόνο στην ιστορία της λογοτεχνίας αλλά και στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Από τον Μπέρναρντ Σο και τον Ζοζέ Σαραμάγκου μέχρι τον Γκίντερ Γκρας, η λίστα είναι μεγάλη. Σταθμός για την Ελλάδα, το 1963 όταν η Σουηδική Ακαδημία απένεμε για πρώτη φορά το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε Έλληνα και συγκεκριμένα στον ποιητή και διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».
Το 1979, δεκαέξι χρόνια μετά, ένας άλλος μεγάλος Έλληνας ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα λάμβανε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ανακοίνωση της Ακαδημίας τόνιζε ότι η ποίηση του Ελύτη αντλεί από την ελληνική παράδοση και «με αισθησιακή δύναμη και πνευματική διαύγεια» εκφράζει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία.