Μετά τις επόμενες εκλογές ο Μητσοτάκης δεν θα είναι πρωθυπουργός. Αυτό το γνωρίζουν όλοι. Το διεφθαρμένο καθεστώς του αποσυντίθεται με ταχείς ρυθμούς. Κι η μυρωδιά του σάπιου έχει φτάσει ακόμη και στις Βρυξέλλες, που δεν φημίζονται για τη δυνατή τους όσφρηση.
Τώρα πλέον, όλα τα σενάρια είναι δυνατά. Ολα εκτός από ένα: ότι την επόμενη των επόμενων εκλογών ο Μητσοτάκης θα συνεχίζει να είναι πρωθυπουργός αυτής της χώρας. Πλέον το ερώτημα δεν είναι αν θα φύγει αλλά το πότε και το πώς.
Αυτό μας εισάγει στο κρίσιμο ζήτημα: Τι κυβέρνηση θέλουμε μετά τον Μητσοτάκη. Θέλουμε απλώς αντικατάστασή του; Δηλαδή θέλουμε απλώς μια «αλλαγή φρουράς» του καθεστώτος του, όπως θα το έλεγε παλιά οΑνδρέας Παπανδρέου; Δηλαδή μια κυβέρνηση της ΝΔ με άλλο πρωθυπουργό; Ή μήπως μια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με τρίτο πρόσωπο στην πρωθυπουργία, όπως τα σενάρια βοούν;
Η αντιπολίτευση προς το παρόν δείχνει παράλυτη και αμήχανη, χωρίς ισχυρή και κυρίως πειστική ηγεσία. Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Η εκλογή του Κασσελάκη τελείωσε το κόμμα. Οσες προσπάθειες κι αν γίνουν τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα με δυναμική διακυβέρνησης τελείωσε. Φοβάμαι μάλιστα πως τελείωσε γενικώς.
Το ΠΑΣΟΚ είναι άλλη ιστορία. Η ηγεσία του έχει πεισθεί, πως ακόμη κι αν δεν καταφέρει να αποτελέσει τον έναν πόλο του δικομματισμού, δεν είναι και τόσο κακό να εξελιχθεί σε ένα κόμμα κυβερνητικό συμπλήρωμα της Κεντροδεξιάς. Θλιβερό, αλλά αυτό συμβαίνει. Εχει, μάλιστα, ήδη βρει το άλλοθί του για τον προσεχή εναγκαλισμό του με τη ΝΔ: την ανάγκη να αποφευχθεί η αστάθεια και τις υποχρεώσεις της χώρας ενόψει της ελληνικής προεδρίας το 2027.
Τίποτα ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. Η πορεία του Λοβέρδου, που παραλίγο θα γινόταν και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – φανταστείτε τι θα βλέπαμε – δεν εκφράζει απλώς τον καιροσκοπισμό ενός πολιτικού προσωπικού. Αποτυπώνει τη συστηματική μετάλλαξη αυτού του κόμματος. ΝΔ – ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλώς συγκοινωνούντα δοχεία, είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα.
Εντάξει, το ξέραμε από καιρό, πως οι έλληνες σοσιαλιστές δεν είναι πια σοσιαλιστές. Μάθαμε όμως πλέον, πως, δεν είναι τίποτα. Είναι μεροκαματιάρηδες της πολιτικής.
Η κατάσταση αυτή δεν γεννήθηκε σήμερα. Είχε ξεκινήσει από τον Σημίτη αλλά τα τελευταία 15 χρόνια, το ΠΑΣΟΚ έπαιξε διάφορους χρήσιμους ρόλους για τη Δεξιά.
Αρχικά υιοθέτησε ένα μνημόνιο ακραίας λιτότητας χωρίς λαϊκή συναίνεση. Στη συνέχεια με την προτροπή των δανειστών, ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρωθυπουργό του για να σχηματίσει κυβέρνηση με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά, με πρωθυπουργό έναν τραπεζίτη.
Το 2012-2015 συμμετείχε στην κυβέρνηση του Σαμαρά. Και από το 2015 και έπειτα αποτέλεσε τον χρήσιμο ηλίθιο στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Στη συνέχεια, στο όνομα της υποτιθέμενης επιστροφής του ως μεγάλο κόμμα εξουσίας το ΠΑΣΟΚ υπονόμευσε κάθε προοπτική ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου. Τα αποτελέσματα τα είδαμε. Λίγο ακόμη και θα ήταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου η μόνη εναλλακτική στον Μητσοτάκη.
Δεν ισχυρίζομαι πως όλοι στο ΠΑΣΟΚ είναι κεντροδεξιοί. Ισχυρίζομαι, πως η κυρίαρχη ομάδα, στο όνομα της επανόδου του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση, έχει αποκοπεί πλήρως από τις παραδόσεις και τις αξίες της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για κεντρώους και κεντροδεξιούς∙ στη χειρότερη έχουμε να κάνουμε με κυνικούς ανθρώπους, που δεν πιστεύουν σε τίποτα εκτός από την καριέρα τους. Φοβάμαι, πως βρισκόμαστε κοντύτερα στο χειρότερο παρά στο καλύτερο.
Στ’ αλήθεια, όμως, θέλουμε αυτό; Η επόμενη κυβέρνηση να είναι ένα πολιτικό «πλυντήριο» του σημερινού καθεστώτος; Θέλουμε, με άλλα λόγια, να αλλάξει ο Μητσοτάκης για να μην αλλάξει τίποτε στη χώρα;
Η πτώση του σημερινού καθεστώτος πρέπει να σηματοδοτήσει όχι απλώς την αποχώρηση ενός προσώπου, αλλά την ανατροπή ενός μοντέλου διακυβέρνησης που επέτρεψε την εκτεταμένη και κεντρικά κατευθυνόμενη διαφθορά, διέσυρε τη χώρα διεθνώς, ενίσχυσε τις ανισότητες και άφησε αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της κοινωνίας.
Η πατρίδα μας έχει ανάγκη από μια νέα αρχή. Μια νέα Μεταπολίτευση θεμελιωμένη στην εθνική ανεξαρτησία, στη λαϊκή κυριαρχία, τη διαφάνεια και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αν το αίτημα για νέα Μεταπολίτευση δεν ικανοποιηθεί πλήρως στις επόμενες εκλογές, αν μείνει ανολοκλήρωτο, δεν σημαίνει ότι αυτό θα σβήσει. Θα παραμείνει ζωντανό και θα έρθει με ακόμη μεγαλύτερη ορμή. Περίπου όπως το 1981 ακολούθησε το 1974.
Το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο. Θα κριθεί αν η χώρα θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης που επιτρέπει την υπερσυγκέντρωση εξουσίας, ανέχεται τη διαφθορά και προωθεί τις κοινωνικές ανισότητες ή αν θα επιδιώξει έναν νέο προσανατολισμό.
Αυτή η αντιπολίτευση ή θα καταφέρει να συγκροτήσει μια εναλλακτική λύση συνολικά έναντι της Δεξιάς, ή θα προσπεραστεί από τις εξελίξεις. Σε αυτήν την περίπτωση ο Γ’ γύρος θα είναι ο τελικός, όπως έλεγε και ο ευρηματικός τίτλος του πρωτοσέλιδου των ΝΕΩΝ, πρόσφατα, αλλά όχι μόνο για τον Μητσοτάκη.
(Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής του ΠΑΜΑΚ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»)