Ποιοι και γιατί δεν εμπιστεύονται το σύστημα υγείας – και γιατί αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα

Πηγές και τρόποι χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας αντανακλούν διαφορετικές αντιλήψεις γύρω από τους κινδύνους για την υγεία και διαφορετικές στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους: δημόσια χρηματοδότηση σημαίνει συλλογική ανάληψη κινδύνων που υπερβαίνουν τα άτομα, ιδιωτική χρηματοδότηση πάει να πει εξατομίκευση των κινδύνων.
του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Η δημόσια ικανοποίηση από το σύστημα υγείας αντανακλά το βαθμό στον οποίο οι εμπειρίες μας (οι εμπειρίες του γενικού πληθυσμού) από το σύστημα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας. Οι εμπειρίες αυτές διαμορφώνουν ως έναν βαθμό και την εμπιστοσύνη: την πεποίθηση ότι το σύστημα υγείας θα λειτουργήσει προς όφελός μας αν του εμπιστευτούμε την ευαλωτότητά μας. Η φθίνουσα εμπιστοσύνη στα συστήματα υγείας –αντανάκλαση, συχνά, της δυσπιστίας προς την πολιτική εξουσία– συνδέθηκε με την αμφισβήτηση όλων ανεξαιρέτως των μέτρων πρόληψης μέσα στην πανδημία και σήμερα συνδέεται με την αμφισβήτηση των προγραμμάτων εμβολιασμού, που στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε έξαρση των κρουσμάτων ιλαράς. Η έρευνα του ΕΝΑ φωτίζει την απουσία ικανοποίησης και το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο σύστημα υγείας στην Ελλάδα. Πού οφείλονται – και, κυρίως, πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;

Το πρόβλημα

Όσο κι αν η υγεία δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, οι περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους στην έρευνα του ΕΝΑ αναγνωρίζουν την πρόσβαση αυτή ως μία από τις διαστάσεις της ευζωίας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, 2 στους 3 δηλώνουν δυσαρεστημένοι από το σύστημα υγείας (οι περισσότεροι μάλιστα «πολύ δυσαρεστημένοι») και το 55% δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται το ΕΣΥ.

Ο βαθμός εμπιστοσύνης φαίνεται να συνδέεται με το ύψος του εισοδήματος: οι περισσότεροι από όσους εκφράζουν εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας κερδίζουν πάνω από 50.000 ευρώ ετησίως, ενώ όσοι δηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης ανήκουν κυρίως στις χαμηλότερες (έως 7.000 ευρώ) και στις μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες (7.000-16.000 ευρώ). Με άλλα λόγια, οι πιο δύσπιστοι απέναντι στο ΕΣΥ είναι εκείνοι που έχουν περισσότερο ανάγκη τον δημόσιο τομέα υγείας.

Τα ευρήματα της έρευνας του ΕΝΑ επιβεβαιώνουν τη δυσαρέσκεια και τη δυσπιστία που καταγράφονται σε αλλεπάλληλες έρευνες. Ενδεικτικά, σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ («Does Healthcare Deliver?», αναθεωρημένη έκδοση Αύγουστος 2025), το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωσε ότι εμπιστεύεται το σύστημα υγείας είναι μόλις 36%. Αντίστοιχα, σε έρευνα που διεξήγαγε τον Μάρτιο του 2025 η GPO για λογαριασμό του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ), στο ερώτημα «Είσαστε γενικά ικανοποιημένος/η ή δυσαρεστημένος/η από τις προσφερόμενες υπηρεσίες Υγείας στη χώρα μας, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα;», «δυσαρεστημένοι» δήλωναν το 48,1% των συμμετεχόντων, ενώ «ικανοποιημένοι» μόλις το 21,9%. Η διαφορά εκτοξευόταν όταν το ερώτημα αφορούσε συγκεκριμένα τον δημόσιο τομέα του συστήματος υγείας (61,1% δυσαρεστημένοι/ες και μόλις 18,8% ικανοποιημένοι/ες). Κάθε νεότερη έρευνα για λογαριασμό του ΠΙΣ, εξάλλου, καταγράφει υψηλότερα επίπεδα δυσαρέσκειας σε σχέση με τις προηγούμενες (βλ. ενδεικτικά τις τάσεις για το 2023-2024). Το ίδιο κλίμα αποτύπωνε δε και η περσινή έρευνα του ΕΝΑ: η υγεία αναγνωριζόταν εκεί ανάμεσα στα τρία σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, ενώ η πολιτική υγείας θεωρούνταν η δεύτερη πιο αναποτελεσματική δημόσια πολιτική (87%), σε μικρή απόσταση από την εκπαιδευτική πολιτική. Μόνη εξαίρεση στα προαναφερθέντα, τα «πρώτα αποτελέσματα» αξιολόγησης των νοσοκομείων με βάση ερωτηματολόγιο που διένειμε το υπουργείο Υγείας σε νοσηλευθέντες μέσω sms (βλ. Καθημερινή 17.8.2025).

Ικανοποίηση-εμπιστοσύνη και ανισότητες στην πρόσβαση: Το ζήτημα των ανικανοποίητων αναγκών φροντίδας υγείας

Ενώ ο βαθμός ικανοποίησης και εμπιστοσύνης στο σύστημα υγείας, ιδίως συσχετιζόμενος με παραμέτρους όπως το εισόδημα, αποτυπώνει αντιλήψεις για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της φροντίδας υγείας, είναι πιθανό να αντανακλά επίσης καταναλωτικά πρότυπα και απαιτήσεις απόκρισης του συστήματος σε προτιμήσεις «του πελάτη». Ως εκ τούτου, ασφαλέστερη είναι η εκτίμηση της κατάστασης του συστήματος υγείας καταρχάς σε αναφορά με τις ανάγκες υγείας και τις ανάγκες για φροντίδα υγείας του πληθυσμού.

Με βάση τα επικαιροποιημένα στοιχεία της Eurostat (Ιούλιος 2025), το 13,4% των ερωτώμενων στην Ελλάδα ανέφεραν ανικανοποίητες ανάγκες για ιατρική εξέταση ή θεραπεία (μ.ό. ΕΕ: 3,8%). Πρόκειται για σαφή επιδείνωση σε σχέση με το 2021 (9% στην Ελλάδα, μ.ό. ΕΕ 2,2 %, σύμφωνα με το τελευταίο Προφίλ Υγείας ΟΟΣΑ και Κομισιόν για το 2023). Λίγο νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2025, η ΕΛΣΤΑΤ (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών για το 2024) κατέγραφε μια εικόνα ακόμα πιο ανησυχητική: 1 στους 4 (τo 24,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω) δήλωνε ότι τον τελευταίο χρόνο χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν – με τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό να φτάνουν το 36,0% και 21,8% αντίστοιχα. Στην περίπτωση των οδοντιατρικών εξετάσεων και θεραπειών, τα σχετικά ποσοστά εκτινάσσονταν.

Για ποιους λόγους, όμως, οι ανάγκες για φροντίδα υγείας συγκεκριμένων τμημάτων του πληθυσμού μένουν ανικανοποίητες; Δύο κατηγορίες παραγόντων εξετάζονται συνήθως: αυτοί που συνδέονται με το σύστημα υγείας (κόστος, απόσταση/προσβασιμότητα υπηρεσιών, λίστες αναμονής) και εκείνοι που σχετίζονται περισσότερο με τους πολίτες/χρήστες υπηρεσιών (έλλειψη χρόνου, έλλειψη γνώσης καλού επαγγελματία, φόβος γιατρού, εξέτασης ή θεραπείας, αναμονή βελτίωσης της κατάστασης της υγείας χωρίς παρέμβαση επαγγελματία).

Στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με τη Eurostat, η βασική αιτία για τις ανικανοποίητες ανάγκες αφορά κατεξοχήν το κόστος της φροντίδας: σε αυτό αναφέρεται το 12,1% του πληθυσμού (μ.ό. ΕΕ 2,5%), ποσοστό που σχεδόν τριπλασιάζεται (32,3%) όταν ανικανοποίητες ανάγκες για ιατρική φροντίδα αναφέρουν άνθρωποι σε κίνδυνο φτώχειας. Με άλλα λόγια, οι ανικανοποίητες ανάγκες αντικατοπτρίζουν τις κυρίαρχες τάσεις στη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας – και, εν προκειμένω, το δυσθεώρητο ύψος των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών για άτομα και νοικοκυριά στην Ελλάδα. Κι αυτό, ενώ από το 2021 ο πληθυσμός που αναφέρει χρόνιο πρόβλημα υγείας κινείται σταθερά πάνω από το 24% (24,3% το 2021, 24,5% το 2024). Τη στιγμή που οι ανάγκες υγείας οξύνονται, η μεν φροντίδα υγείας γίνεται ακριβότερη, η δε πρόσβαση σε αυτήν πιο ταξική.

Πολιτικές της χρηματοδότησης

Πηγές και τρόποι χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας αντανακλούν διαφορετικές αντιλήψεις γύρω από τους κινδύνους για την υγεία και διαφορετικές στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους: δημόσια χρηματοδότηση σημαίνει συλλογική ανάληψη κινδύνων που υπερβαίνουν τα άτομα, ιδιωτική χρηματοδότηση πάει να πει εξατομίκευση των κινδύνων.

Το 2021 οι δημόσιες δαπάνες αποτελούσαν τη βασική πηγή χρηματοδότησης του εθνικού συστήματος υγείας (62% των συνολικών δαπανών). Όμως, αφενός έμεναν πολύ πίσω από τον μ.ό. της ΕΕ (81%) (βλ. Προφίλ Υγείας 2023) και αφετέρου, την ίδια χρονιά, οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές έφταναν το 33%, ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον μ.ό της ΕΕ (15%): επρόκειτο κυρίως για δαπάνες για φάρμακα και ενδονοσοκομειακή περίθαλψη (τα ¾ των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών).

Ενώ, όμως, η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα αυξήθηκε, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 8,15% (2019) στο 9,6% (2023) (βλ. το πιο πρόσφατο Σύστημα Λογαριασμών Υγείας (ΣΛΥ) 2023), ως προς το μεν ύψος της παρέμεινε πολύ κάτω από τον μ.ό. των συνολικών δαπανών για την υγεία στην ΕΕ, ως προς τη δε σύνθεσή της, έγινε όλο και πιο ιδιωτική: η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μειώσει τη συμμετοχή του Δημοσίου από το 61,95% επί της συνολικής δαπάνης υγείας το 2022 στο 60,86% το 2023. Κι ενώ η αύξηση των δημόσιων δαπανών μέσα στην ίδια περίοδο έφτασε το 5,7%, η ιδιωτική δαπάνη αυξήθηκε σχεδόν δύο φορές ταχύτερα (+10,6%) (βλ. ΣΛΥ 2023).

Ειδικό κεφάλαιο αποτελούν οι καταστροφικές δαπάνες υγείας. Πρόσφατη μελέτη των καθηγητών Μιχάλη Χλέτσου και Χαράλαμπου Οικονόμου σημειώνει ότι το 2023 το 3% των νοικοκυριών φτωχοποιήθηκε ή φτωχοποιήθηκε περαιτέρω μετά από ιδιωτικές πληρωμές, ενώ σχεδόν το 10% των νοικοκυριών υπέστη καταστροφικές δαπάνες υγείας (περίπου +7% σε σχέση με το 2008).
Σύμφωνα με τους συντάκτες, οι καταστροφικές δαπάνες υγείας συγκεντρώνονται σταθερά στο φτωχότερο 20% και συνδέονται κυρίως με φάρμακα και εξωνοσοκομειακή φροντίδα: στην κατηγορία αυτή του πληθυσμού, ενώ το 2008 καταστροφικές δαπάνες αντιμετώπιζε σχεδόν 1 στους 4 (23%), το 2023 επρόκειτο για σχεδόν 1 στους 3 (32%). Η διάσταση αυτή φωτίζει δομικά προβλήματα στην κατανομή της χρηματοδότησης: η Ελλάδα χρηματοδοτεί την εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (21%) και την πρόληψη (4%) πολύ λιγότερο σε σχέση με τη νοσοκομειακή φροντίδα, μένοντας πολύ πίσω από τους αντίστοιχους μέσους όρους στην ΕΕ. Αν η μία όψη του νομίσματος είναι ο νοσοκομειοκεντρισμός, η ισχνή πρωτοβάθμια φροντίδα, η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση του δημόσιου τομέα, η άλλη είναι η ισχυρή παρουσία του ιδιωτικού τομέα στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και τα διαγνωστικά κέντρα.

Τι χρειάζεται να γίνει

Η έλλειψη ικανοποίησης από το σύστημα υγείας, τα προβλήματα ποιότητας που αντανακλά και η δυσπιστία προς το σύστημα που δημιουργεί έχουν πολιτικο-οικονομικές αιτίες: αυτό είναι και το όριο των τεχνολογικών λύσεων, όπως η ηλεκτρονική και ψηφιακή υγεία, που προωθούνται ως πανάκεια για το ΕΣΥ: τη στρατηγική της ψηφιοποίησης δεν την υπαγορεύει η μέριμνα για έναν καλύτερο, αλλά για έναν φθηνότερο, δημόσιο τομέα υγείας. Η ικανοποίηση και η εμπιστοσύνη μπορούν να ανακτηθούν μέσα από μια στρατηγική στροφή της κρατικής πολιτικής προς την ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας: αυτή βρίσκεται εκεί όπου ζει και εργάζεται ο πληθυσμός, άρα μπορεί να εκτιμά, να προλαμβάνει και να αντιμετωπίζει έγκαιρα ανάγκες υγείας, να καταπολεμά την παραπληροφόρηση, να διασφαλίζει την οικονομική προστασία και να αποτρέπει ανισοτιμίες. Καθώς αυτά είναι σε βάρος του ιδιωτικού τομέα υγείας, απαιτούν ισχύ και βούληση για συγκρούσεις.

(Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Υγείας του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ, Διδάσκων στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ)