58 χρόνια από τον θάνατο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο…»

«Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει…» Οι στίχοι του Άλκη Αλκαιού που είναι εμπνευσμένοι από μια φράση του που αποδίδεται στο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα σκιαγραφούν με τον καλύτερο τρόπο μια από τις πιο σημαντικές και πολυσυζητημένες προσωπικότητες του 20ού αιώνα.

Η αγέρωχη μορφή του Τσε έγινε σύμβολο επαναστατικότητας και αμφισβήτησης της εξουσίας, εμπνέοντας γενιές παγκοσμίως να αγωνιστούν για μια καλύτερη κοινωνία.

Γεννημένος στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής, ο Ερνέστο Γκεβάρα μεγάλωσε σε μια μεσοαστική οικογένεια ανοιχτόμυαλη και προοδευτική, με τη μητέρα του να ενθαρρύνει την αγάπη του για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Ήταν το πρώτο από πέντε παιδιά, με ισπανικές, βασκικές και ιρλανδικές ρίζες, και παρά το χρόνιο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε, ασχολήθηκε έντονα με τον αθλητισμό, διακρινόμενος στην ποδηλασία, το ράγκμπι και το ποδόσφαιρο. Το προσωνύμιο «Fuser» που του αποδόθηκε προέρχεται από το «Furibundo Serna» και αποτυπώνει τη δυναμική παρουσία του στα γήπεδα.

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Πρώτα βήματα και οι επιρροές του

Από μικρή ηλικία ο Τσε ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για την ποίηση και τη φιλοσοφία, διαβάζοντας από Πάμπλο Νερούδα και Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μέχρι Αριστοτέλη, Νίτσε και Καρλ Μαρξ. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και αποφοίτησε το 1953. Ταξίδεψε με μοτοσικλέτα σε πολλά μέρη της Λατινικής Αμερικής συνοδευόμενος από τον Αλμπέρτο Γρανάδο, όπου βρέθηκε μπροστά στις κοινωνικές ανισότητες και την εκμετάλλευση των εργατών, γεγονός που άλλαξε ριζικά τη συνείδησή του. Στο Περού και στη Χιλή προσέφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός σε λεπρούς και φτωχούς, βιώνοντας από κοντά τις δυσκολίες της καθημερινότητας και τη φτώχεια.

9ffd73843cf374f0aa32e3b861c05753.jpg

Η συνάντηση με τους Κάστρο και η αποστολή «Granma»

Το 1955 ο Τσε γνωρίζει τον Φιντέλ Κάστρο στο Μεξικό και εντάσσεται στο επαναστατικό κίνημα. Το 1956 επιβιβάζεται μαζί με 82 συντρόφους στο πλοιάριο Granma για να μεταφερθούν στην Κούβα, με σκοπό την αρχή του ανταρτοπόλεμου κατά της δικτατορίας του Μπατίστα. Το πλοιάριο ήταν μικρό, με χωρητικότητα για περίπου 20 άτομα, γεγονός που επέτεινε τις δυσκολίες της αποστολής. Ο Τσε, με τον βαθμό του υπολοχαγού και την ιδιότητα του γιατρού, αντιμετώπισε προσωπικά μια κρίση άσθματος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, γεγονός που όμως δεν τον εμπόδισε να βοηθήσει άλλους.

Μετά την αποβίβαση στην Κούβα και την απώλεια πολλών συντρόφων σε αιματηρή ενέδρα, οι λίγοι που επέζησαν, με τον Τσε τραυματισμένο, κατέφυγαν στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα. Εκεί οργανώθηκε ο πρώτος αντάρτικος πυρήνας με τον Τσε να αναδεικνύεται σε ηγετική μορφή, τον πρώτο διοικητή του Επαναστατικού Στρατού. Ο σεβασμός που κέρδισε ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο της στρατιωτικής του ικανότητας αλλά και της πειθαρχίας και σκληρότητας που επέδειξε ενάντια σε προδότες.

Η μάχη της Σάντα Κλάρα και η πτώση του Μπατίστα

Το Δεκέμβριο του 1958, ο Τσε μαζί με τον Καμίλο Σιενφουέγος οδήγησαν δύο τάγματα ανταρτών σε νίκες που προώθησαν το μέτωπο επιθετικά προς την Αβάνα, τη πρωτεύουσα. Η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου υπήρξε η καθοριστική στρατιωτική επιτυχία που ανέτρεψε το καθεστώς και οδήγησε στην φυγή του Μπατίστα στην Δομινικανή Δημοκρατία, την 1η Ιανουαρίου 1959. Η επιχείρηση χαρακτηρίστηκε από την αποτελεσματικότητα, το θάρρος και την πολιτική ευφυΐα των ηγετών της.

Μετά την επικράτηση της επανάστασης, ο Τσε ανέλαβε σημαντικές κυβερνητικές θέσεις, όπως η προεδρία της Εθνικής Τράπεζας και υπουργός Βιομηχανίας. Υπέγραψε τη δέσμευσή του στο πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων, που συμπεριλάμβαναν δωρεάν υγεία και εκπαίδευση για όλους. Παράλληλα, εκπροσώπησε την Κούβα διεθνώς, καταγγέλλοντας τον ιμπεριαλισμό, παίζοντας ουσιαστικό ρόλο σε διπλωματικά φόρουμ.

cg.jpg

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Η αποχώρηση από την Κούβα

Το 1965 ο Τσε αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή, επικαλούμενος ανάγκη να συνεχίσει την επαναστατική δράση εκτός Κούβας. Πρώτα βρέθηκε στο Κονγκό ενισχύοντας το απελευθερωτικό κίνημα, και αργότερα, το 1966, στη Βολιβία, όπου προσπάθησε να οργανώσει τον Βολιβιανό Απελευθερωτικό Στρατό. Παρά την αρχική υποστήριξη, το εγχείρημα αντιμετώπισε εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες, καθώς και την παρακολούθηση από τη CIA και τις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας.

Η σύλληψη και ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα

Στις 8 Οκτωβρίου 1967, ο Τσε συλλαμβάνεται μετά από μάχη στην Κεμπράδα Ντελ Ιούρο, στην ορεινή Βολιβία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ζήτησε να μην τον πυροβολήσουν επισημαίνοντας ότι αξίζει περισσότερο ζωντανός. Την επόμενη μέρα, στις 9 Οκτωβρίου, εκτελέστηκε σε εγκαταλελειμμένο σχολείο στο χωριό Λα Χιγκέρα. Η σορός του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε όπου διενεργήθηκε η νεκροψία που κατέγραψε εννέα τραύματα από σφαίρες, με αιτία θανάτου την αιμορραγία και τα τραύματα στο θώρακα. Για να αποδειχθεί η ταυτότητά του, του ακρωτηριάστηκαν τα χέρια, τα οποία διατηρήθηκαν σε φορμόλη. Το πτώμα θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο της περιοχής, όπου παραμένει μέχρι την ανακάλυψη του τάφου το 1997. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και ετάφησαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα, τιμώντας την πόλη που είχε συμβάλει καθοριστικά στην ισχύ της Επανάστασης.

11e4392a-gxjnujjw0aidjwb.jpg

Πώς απέκτησε το προσωνύμιο «Τσε» ο Ερνέστο Γκεβάρα

Ο Ερνέστο Γκεβάρα, ευρέως γνωστός ως Τσε, απέκτησε το χαρακτηριστικό αυτό προσωνύμιο κατά τη διάρκεια της πολιτικής και επαναστατικής του διαδρομής στη Λατινική Αμερική. Η λέξη «Τσε» (ισπανικά: Che) αποτελεί μια συνήθη προσφώνηση στην αργεντίνικη και ουρουγουανή καθομιλουμένη, που έχει την έννοια του «φίλε», «αδερφέ». Η χρήση αυτής της λέξης από τον ίδιο τον Γκεβάρα ήταν τόσο συχνή που σύντομα τα υπόλοιπα μέλη της κουβανικής επαναστατικής ομάδας τού απέδωσαν το προσωνύμιο «Τσε» ως αναγνωριστικό και μόνιμο όνομα.

Η καταγωγή της λέξης αν και αργεντίνικη, φαινόταν ως μια ασυνήθιστη και ενίοτε αστεία λέξη στα αυτιά των Κουβανών επαναστατών, γεγονός που έκανε το παρατσούκλι ακόμα πιο χαρακτηριστικό. Πηγές μαρτυρούν ότι το παρατσούκλι διαδόθηκε στο πλαίσιο της στρατιωτικής εκπαίδευσης και των κοινών αγώνων, με τον Τσε να υιοθετεί το προσωνύμιο και οικειοθελώς να το χρησιμοποιεί, ενισχύοντας έτσι το εγχείρημα της συλλογικής ταυτότητας των επαναστατών.

Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε τον Τσε

Η ζωή του Τσε αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς. Το «Hasta Siempre» αποτελεί το πιο εμβληματικό τραγούδι για τον Τσε στη Λατινική Αμερική, που υμνεί τον ηρωισμό του και τη διαχρονική επίδρασή του στην επαναστατική σκέψη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, που γνώρισε προσωπικά τον Τσε, συνέθεσε το τραγούδι «Ο Άγιος Τσε» βασισμένο σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει ιδιαίτερη πολιτισμική βαρύτητα αφού αποτελεί σύνδεσμο της επανάστασης με την ελληνική μουσική παράδοση.

Ο εγγονός του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης μιλάει στο Newsbomb για την αγάπη του παππού του για την Κούβα, το Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε. «Ο παππούς αγαπούσε τον Φιντελ Κάστρο με τον οποίο έμειναν φίλοι έως το τέλος τους και θαύμαζε πολύ και τον Τσε. Δυστυχώς με τον Γκεβάρα δεν πρόλαβαν, λόγω του πρόωρου θανάτου του, να αποκτήσουν τις σχέσεις που είχε με τον Κάστρο. Είμαι σίγουρος πως αν είχαν χρόνο θα σφυρηλατούσαν αδελφικές σχέσεις. Γι’ αυτό άλλωστε έγραψε για την ζωή του Τσε ένα τραγούδι που είχε ξεχωριστή θέση την καρδιά του και σε πάντα όταν μιλούσε για την Κούβα και τον Φιντέλ αναφέρονταν και στον Τσε Γκέβαρα, καθώς τον θεωρούσε ένα διαχρονικό σύμβολο της επανάστασης».