Συμπληρώνονται σήμερα 85 χρόνια από την ημέρα που μετά το «Όχι» του Ιωάννη Μεταξά στον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, τα φασιστικά στρατεύματα του Μουσολίνι εισέβαλαν στην Ελλάδα. Παρά τις αρχικές επιτυχίες των Ιταλών, η άρτια σχεδιασμένη αμυντική γραμμή Ελαίας- Καλαμά, αλλά κυρίως το απίστευτο θάρρος, η αυταπάρνηση και ο πατριωτισμός των αξιωματικών και οπλιτών του Στρατού μας, έγειρε την πλάστιγγα προς την ελληνική πλευρά προκαλώντας παγκόσμιο θαυμασμό. Πώς φτάσαμε στο «Όχι» όμως; Ήταν προετοιμασμένη για πόλεμο η Ελλάδα ή κατελήφθη εξ απήνης;

Πώς φτάσαμε στο «Όχι» του Μεταξά;
Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα δεν ήταν απρόσμενη. Το ελληνοϊταλικό Σύμφωνο φιλίας που είχε υπογραφεί το 1928 και ανανεώθηκε για άλλα πέντε χρόνια το 1933 είχε λήξει και η Ελλάδα, συμβουλευόμενη και τη Μ. Βρετανία, ήταν διστακτική για νέα ανανέωσή του. Υπήρχε, εύλογα, δυσπιστία για τις πραγματικές ιταλικές προθέσεις και οι σχετικές διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1934 συνομολογήθηκε συμφωνία «Αμοιβαίας Εγγυήσεως» σε τετραμερή βάση μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας. Παρά την πρόβλεψη για προσχώρηση της Βουλγαρίας στο «Βαλκανικό μέτωπο», αυτή δεν έγινε ποτέ. Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια για την ιταλική επεκτατική πολιτική φάνηκαν το 1935-36 με την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία και την κατάληψή της τον Μάιο του 1936. Στις 4/8/1936 ο Ιωάννης Μεταξάς εγκαθίδρυσε διδακτορικό καθεστώς αναστέλλοντας βασικά άρθρα του Συντάγματος.

Ο γερμανοτραφής Μεταξάς, θαυμαστής της ακατανίκητης, κατά την άποψή του, γερμανικής στρατιωτικής μηχανής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε πλέον επιλέξει τη συνεργασία με τις δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης: «Η Ελλάς δύναται να θέσει ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις τον οποίον ευρίσκεται η Αγγλία», έγραφε χαρακτηριστικά.

Στο μεταξύ, τη Μεγάλη Παρασκευή 7 Απριλίου 1939, ιταλικά στρατεύματα, υπό τον Στρατηγό Alfredo Guzzoni, αποβιβάστηκαν σε λιμάνια της Αλβανίας και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα την κατέλαβαν. Οι απώλειες των δύο πλευρών ήταν μόλις 13 νεκροί! Στις 12 Απριλίου, το Αλβανικό Κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της ένωσης των δύο κρατών και διαλύθηκε! Στις 16 Απριλίου 1939 μια επιτροπή Αλβανών πήγε στο Κυρηνάλιο Μέγαρο και πρόσφερε το στέμμα της χώρας, ο βασιλιάς της οποίας Ζώγου την εγκατέλειψε και αφού κατέφυγε αρχικά στην Ελλάδα, πήγε στην Τουρκία, στον Ιταλό βασιλιά Βίκτορ Εμμανουήλ. Στις 3/6/1939, ο Αλβανικός Στρατός ενσωματώθηκε στον αντίστοιχο ιταλικό, συγκροτώντας την 6η Στρατιά. Ένας από τους λόγους της ιδιοτελούς αυτή της προσχώρησης ήταν η υπόσχεσή των Ιταλών στους Αλβανούς για συνδρομή τους στη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας» που θα περιλάμβανε και τη Θεσπρωτία («Τσαμουριά») ,ίσως και άλλα ελληνικά εδάφη, πέρα από τα γιουγκοσλαβικά. Αθήνα και Βελιγράδι θορυβήθηκαν δικαιολογημένα από τις εξελίξεις αυτές.
Στις 13 Απριλίου 1939 η Μ. Βρετανία και η Γαλλία, με δύο ξεχωριστές διακοινώσεις των πρωθυπουργών τους εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία, όχι όμως και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και της Ρουμανίας. Ο Χίτλερ ενοχλήθηκε σφοδρά, ενώ ο Μουσολίνι κάλεσε τον Έλληνα πρέσβη στη Ρώμη και διερωτήθηκε για ποιο λόγο έγιναν δεκτές οι αγγλογαλλικές εγγυήσεις από την Ελλάδα, αφού ο ίδιος είχε βεβαιώσει τον Ιωάννη Μεταξά ότι θα σεβόταν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το ιταλικό πρακτορείο Stefani μετέδωσε ανακοινωθέν σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε την αποχή από οποιαδήποτε πολεμική επιχείρηση. Όμως η προέλαση των γερμανικών δυνάμεων που κατέλαβαν την Πολωνία (την οποία μοίρασαν με τους Σοβιετικούς), τη Νορβηγία, τη Δανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Γαλλία έκαναν τον Μουσολίνι να πιστεύει ότι έπρεπε να μπει και αυτός στον πόλεμο, στο πλευρό του Χίτλερ, για να πάρει μερίδιο από την πολεμική λεία, καθώς θεωρούσε σίγουρη τη νίκη των δυνάμεων του Άξονα. Ο Ιταλός δικτάτορας έδωσε εντολή στα στρατεύματά του να επιτεθούν στις 10/6/1939 στα νώτα των γαλλικών. Ο Χίτλερ δεν ενθουσιάστηκε και κάλεσε τον Μουσολίνι να καθησυχάσει τους γείτονές του ως προς τις προθέσεις του. Πραγματικά, ο Ντούτσε ενημέρωσε ότι θα αποφύγει κάθε στρατιωτική επιχείρηση σε Ελλάδα, Ελβετία, Γιουγκοσλαβία, αλλά και Τουρκία.
Από το καλοκαίρι του 1940 όμως, έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις. Με το πρόσχημα της χρήσης ελληνικών λιμανιών και χωρικών υδάτων από μονάδες του βρετανικού στόλου έγιναν αλλεπάλληλα διαβήματα από τη Ρώμη στην Αθήνα. Οι αναίτιες παρενοχλήσεις ελληνικών πλοίων, η ενορχηστρωμένη επίθεση του φασιστικού Τύπου σε βάρος της Ελλάδας, με την κατηγορία ότι συμμετείχε στη δολοφονία του Αλβανού λήσταρχου Νταούτ Χότζα, κυρίως όμως ο τορπιλισμός της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου 1940 ήταν σαφή προμηνύματα για το τι θα ακολουθούσε. Μάταια η ελληνική πλευρά προσπαθούσε να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Αν και γνώριζε ποιοι τορπίλισαν την «Έλλη», επισήμως ανακοίνωσε ότι χτυπήθηκε από «άγνωστης εθνικότητας υποβρύχιο». Ο δημοσιογραφικός θόρυβος και τα διπλωματικά διαβήματα της Ρώμης στόχευαν μόνο στην προετοιμασία της ένοπλης επέμβασης στην Ελλάδα.
Η χώρα μας έκανε το παν για να μην προκαλέσει. Ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Γκράτσι το παραδέχεται ξεκάθαρα: «Η ουδετερότητα τηρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, με αναμφισβήτητη νομιμοφροσύνη και με όσα μέσα διέθετε, ως την τελευταία στιγμή». Ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να επιτεθεί στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1940, εμποδίστηκε όμως από τον Χίτλερ.

Οι πολεμικές προετοιμασίες της Ελλάδας
Ήδη από το 1935, με την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία, η χώρα μας είχε ξεκινήσει την προμήθεια πολεμικού υλικού, στο πλαίσιο βέβαια των οικονομικών της δυνατοτήτων και έχοντας να αντιμετωπίσει και την παρελκυστική τακτική ξένων προμηθευτών. Παράλληλα, η Ελλάδα ξεκίνησε την εκτέλεση οχυρωματικών έργων, κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου.
Στην Ήπειρο εντατικές προετοιμασίες άρχισαν μετά την ιταλική εισβολή στην Αλβανία. Πλέον όμως, ο χρόνος ήταν περιορισμένος, αλλά και τα διαθέσιμα χρήματα λιγοστά. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ιωάννη Μεταξά ήταν ότι τα οχυρωματικά έργα στις παραμεθόριες τοποθεσίες κατασκευάζονταν από μονάδες άλλων περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, ακόμα και της Κρήτης. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να αποφύγει οποιαδήποτε διαρροή πληροφοριών προς τον εχθρό σε περίπτωση πολέμου.
Προτάθηκαν διάφορες γραμμές άμυνας, προκρίθηκε τελικά η γραμμή Ελαίας- Καλαμά. Ιδιαίτερη μέριμνα είχε δοθεί για την οργάνωση της άμυνας των υψωμάτων που βρίσκονται εκατέρωθεν της στενωπού Ελαίας (κοντά στο Καλπάκι), ενώ υπήρξε επαρκής οχύρωση του Λεπροβουνίου, της Μονής Σωσίνου και της Ρεπετίστας. Συγκεκριμένα, κατασκευάστηκαν έργα εκστρατείας και χαρακώματα, ενώ είχαν τοποθετηθεί συρματοπλέγματα σε δύο και τρεις σειρές, πυροβολεία, παρατηρητήρια και σκέπαστρα. Κατασκευάστηκαν επίσης αντιαρματικές τάφροι, ενώ είχαν ληφθεί μέτρα για την καταστροφή γεφυρών και την παγίδευση στενωπών. Επικεφαλής της ελληνικής άμυνας στη γραμμή Ελαίας- Καλαμά, ήταν ο Διοικητής της VIII Μεραρχίας, Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.

Στην Πίνδο, όπου παρουσιάστηκαν μεγαλύτερες δυσκολίες, υπήρχε το λεγόμενο «Απόσπασμα Δαβάκη», με επικεφαλής τον ανακληθέντα στην ενεργό υπηρεσία Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη (1899-1943), το οποίο απαρτιζόταν από μόλις 2.000 άνδρες…
Παρά την επιμονή του Αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου και άλλων αξιωματικών να κηρυχθεί επιστράτευση στα τέλη Σεπτεμβρίου 1940, ο Μεταξάς αρνήθηκε για να μην προκαλέσει τους Ιταλούς. Στις 15 Οκτωβρίου 1940 έγινε στο «Παλάτσο Βενέτσια» στη Ρώμη έγινε η τελική σύσκεψη του Μουσολίνι και των Στρατηγών του για την επίθεση στην Ελλάδα. Μετά από έναν παραληρηματικό μονόλογο, ο Ντούτσε ανακοίνωσε την απόφασή του για επίθεση στη χώρα μας, παρά τις αντιρρήσεις κορυφαίων στρατιωτικών: «Η Ελλάδα είναι ένα ψάρι που θα καταπιούμε σε λίγες μέρες», φέρεται να είπε… Μάλιστα, ενημέρωσε τον Χίτλερ μία εβδομάδα αργότερα, στις 22/10. Ο Χίτλερ εξοργίστηκε, καθώς είχε προαισθανθεί ότι ο Μουσολίνι έμπαινε σε έναν παράτολμο ορεινό πόλεμο και καθυστερούσε και τα δικά του επιθετικά σχέδια κατά της ΕΣΣΔ.

Στις 3 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι επισκέφθηκε τον Μεταξά στο σπίτι του στην Κηφισιά, με τελεσίγραφο να παραδώσει η Ελλάδα τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ιταλία. Ο Μεταξάς αρνήθηκε κατηγορηματικά και με τη διαπίστωση «Alors, c’ est la guerre» («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»), ένα βροντερό «Όχι», που αντικατόπτριζε τις απόψεις ενός ολόκληρου λαού αποχαιρέτησε τον Γκράτσι.
Λίγες μέρες αργότερα μιλώντας σε εκδότες και διευθυντές εφημερίδων (επρόκειτο για απόρρητη συνομιλία) είπε: «Θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδας προς τον ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψει κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν, οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος».

Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-41)
Οι Ιταλοί είχαν συγκεντρώσει κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα 100.000 άνδρες, από δύο Μεραρχίες, που είχαν υποστήριξη από 400 αεροσκάφη. Επικεφαλής τους, ο Sebastiano Visconti Prasca. Η ελληνική πλευρά αντιπαρέταξε την VIII Μεραρχία, στην Ήπειρο, την ΙΧ Μεραρχία και την 4η Ταξιαρχία στην ΒΔ Μακεδονία και το «Απόσπασμα Δαβάκη» στην Πίνδο. Είχε υποστήριξη από 50 αεροπλάνα.
Η ιταλική επίθεση ξεκίνησε στις 5.30 π.μ. Η Μεραρχία «Julia» επιτίθεται στην Πίνδο από το Γράμμο μέχρι την Κόνιτσα. Την 1/11 καταλαμβάνει τη Σαμαρίνα, τη Βωβούσα και το Δίστρατο. Στις 2/11 τραυματίζεται σοβαρά ο Κων/νος Δαβάκης. Στη ΒΔ Μακεδονία οι ελληνικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τα υψώματα που δεσπόζουν του ποταμού Δεβόλη. Ενισχύσεις που φτάνουν στην Πίνδο υπό τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό, Διοικητή της 1ης Μεραρχίας, ανακαταλαμβάνουν τη Σαμαρίνα, τη Βωβούσα και μετά από τετραήμερες μάχες το Δίστρατο, παρά και την άφιξη της Μεραρχίας “Bari” εκεί. Παράλληλα, οι ελληνικές δυνάμεις αποκρούουν σφοδρή ιταλική επίθεση στην Ελαία.
Ο Μουσολίνι αντικαθιστά τον Prasca με τον Υφυπουργό Στρατιωτικών Udaldo Soddu (4/11). Στις 5/11 οι Ιταλοί καταλαμβάνουν την Ηγουμενίτσα. Οι Έλληνες συμπτύσσονται στα έλη του Αχέροντα.
Η βρετανική πολεμική Αεροπορία (RAF) αναλαμβάνει δράση στο πλευρό των Ελλήνων. Από τις 6 έως τις 10 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις στην Πίνδο προωθούνται προς τα σύνορα με την Αλβανία, ενώ στις 12/11, οι δυνάμεις που είχαν καθηλωθεί στον Αχέροντα ανασυντάσσονται και ανακαταλαμβάνουν την Ηγουμενίτσα. Στις 14/11 το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο διατάσσει γενική αντεπίθεση από το Ιόνιο μέχρι τις Πρέσπες. Το Γ’ Σώμα Στρατού καταλαμβάνει την Κορυτσά (22/11). Το Β’ Σώμα Στρατού στην Πίνδο απωθεί τους Ιταλούς πέρα από τα σύνορα. Στις 22/11 καταλαμβάνει το Λεσκοβίκι. Το Α’ Σώμα Στρατού, κινούμενο στον άξονα Ιωαννίνων- Τεπελενίου καταλαμβάνει το Χάνι Δελβινακίου (περίπου 15 χλμ. από την Κακαβιά σήμερα).
Στις 3/12, το Γ’ Σώμα Στρατού καταλαμβάνει το Πόγραδετς και ολόκληρη την ορεινή περιοχή Οστραβίτσα. Το Β’ Σώμα Στρατού, στις 5/12 καταλαμβάνει την Πρεμετή. Το Α’ Σώμα Στρατού καταλαμβάνει το Δέλβινο (6/12), το Αργυρόκαστρο και τους Αγίους Σαράντα (8/12) και τη Χιμάρα (22/12). Δεν μπορεί όμως να καταλάβει το Τεπελένι. Ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει 30-50 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο βαρύς χειμώνας 1940-41 και η καταπόνηση των στρατιωτικών υποχρεώνει το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να διατάξει περιορισμένες μόνο επιχειρήσεις. Στα τέλη του Ιανουαρίου 1941 αποτυγχάνει η προσπάθεια των Ιταλών να καταλάβουν την Κλεισούρα, ενώ απωθούνται βόρεια στην περιοχή της Τρεμπεσίνας. Όμως ο Μουσολίνι αντικαθιστά τον Soddu με τον Hugo Caballero.

Στις 29/01/1941 πεθαίνει ο Ιωάννης Μεταξάς (υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για τις αιτίες θανάτου του) και τον αντικαθιστά ο Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής. Μεταξύ 13 και 19/02/1941 το Α’ και το Β’ Σώμα Στρατού διευρύνουν τη ζώνη ασφαλείας γύρω από την Κορυτσά.
Στις 07/3/1941 αρχίζουν να αποβιβάζονται στον Πειραιά 62.500 Βρετανοί, με επικεφαλής τον Στρατηγό Ουίλσον. Από τις 9 ως τις 25/3/1941 λαμβάνει χώρα η ιταλική εαρινή αντεπίθεση. Ο Μουσολίνι μεταβαίνει στα Τίρανα, βέβαιος για τη νίκη. Οι Ιταλοί παρατάσσουν 25 Μεραρχίες Πεζικού, μια τεθωρακισμένη Μεραρχία, 20 Τάγματα Μελανοχιτώνων και 5 Τάγματα Αλβανών. Απέναντί τους, 5 Μεραρχίες του ελληνικού Β’ Σώματος Στρατού.

Οι Ιταλοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν ρήγμα από την Τρεμπεσίνα προς την περιοχή Μπούμπεσι, με τελικό στόχο τα Γιάννενα. Παρά την υποστήριξη πυροβολικού και πλήθους αεροσκαφών, οι Ιταλοί παθαίνουν πανωλεθρία: 12.000 νεκροί και τραυματίες και περίπου 3.000 αιχμάλωτοι είναι το βαρύ τίμημα της εαρινής επίθεσης. Ο Μουσολίνι δεν άντεξε να παρακολουθήσει τις μάχες ως το τέλος. Έφυγε πολύ νωρίς για τη Ρώμη, βαθύτατα λυπημένος και απογοητευμένος.
Οι Έλληνες είχαν στο διάστημα αυτό 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες. Αυτό ήταν και το ουσιαστικό τέλος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Το τυπικό τέλος ήρθε με τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα (06/4/1941) και την ελληνική συνθηκολόγηση (23/4).
Βασικό χαρακτηριστικό των ιταλικών επιχειρήσεων ήταν οι βομβαρδισμοί πόλεων. Στις 9.20 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940 βομβαρδίστηκαν ο Πειραιάς και το Τατόι και στις 9.45 π.μ. η Πάτρα. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Σημερινής» στις 28/10,1945, 193 άτομα, 125 άνδρες, 43 γυναίκες και 25 παιδιά έχασαν τη ζωή τους. Σχεδόν όλες οι μεγάλες ελληνικές πόλεις βομβαρδίστηκαν τους επόμενους μήνες, με θύματα κυρίως αμάχους. Τον Δεκέμβριο του 1940, με τον πόλεμο να έχει πάρει δυσμενή τροπή για τους Ιταλούς, ο Χίτλερ επιχείρησε να μεσολαβήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου γράφτηκε ένα έπος, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την πολιτισμένη και φιλειρηνική ανθρωπότητα. «Ήταν όλοι τους υπέροχοι», θα λέγαμε. Υπέροχες ήταν όμως και οι γυναίκες της Πίνδου που έφταναν στα πανύψηλα βουνά της Ηπείρου μεταφέροντας τρόφιμα και πυρομαχικά στους Έλληνες στρατιώτες.
Τα κατορθώματα του Ελληνικού Στρατού προκάλεσαν παγκόσμια αίσθηση. Οι αήττητες, ως τότε, δυνάμεις του Άξονα υπέστησαν βαρύτατο πλήγμα. Οι Έλληνες έδειξαν για μια ακόμα φορά στην ανθρωπότητα, πώς γίνονται δυνατά τ’ αδύνατα. Κι αν χρειαστεί, ευχόμαστε πως όχι, θα το δείξουν ξανά…