Του Σάκη Μουμτζή…Στην ανάλυση της παρούσας πολιτικής κατάστασης έχουν εμφανιστεί δύο σοβαρές και εμπεριστατωμένες θέσεις.
Η πρώτη υποστηρίζει πως το δημοψήφισμα του καλοκαιριού διαμόρφωσε μία συνείδηση «αντίστασης» με σαφώς προσδιορισμένα κοινωνικά αίτια, η οποία, λόγω του πλειοψηφικού της μεγέθους, δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανένα πολιτικό κόμμα. Μείγμα ενός ιδιόμορφου εθνικισμού κι ενός αγανακτισμένου πολιτικού λόγου, ανακαλείται κάθε φορά που η τρέχουσα πολιτική κατάσταση δίνει τα σχετικά ερεθίσματα. Έτσι, η συνείδηση «αντίστασης» συντηρείται και παγιώνεται. Συνεπώς, αν μία συνολική πολιτική πρόταση θέλει να καταστεί πλειοψηφική, πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπ΄ όψη αυτήν την κατάσταση, ώστε να συμπεριλάβει στη συγκρότηση και στην εκφορά της στοιχεία που συνθέτουν αυτήν τη συνείδηση. Άρα, εκ των πραγμάτων, δυνατότητα διείσδυσης σε αυτήν την πολιτική μάζα έχουν κόμματα που ή κινούνται στον πάλαι ποτέ αντιμνημονιακό χώρο ή έχουν την ευελιξία να κάνουν ένα ελκυστικό χαρμάνι πολιτικών θέσεων που να ικανοποιεί ένα μέρος της, ικανό όμως να αποτελέσει μία κρίσιμη μάζα. Η δημιουργία της συνείδησης του ΟΧΙ ήταν το τραγικό παρεπόμενο του θλιβερού δημοψηφίσματος, που εξακολουθεί και δυναστεύει την πολιτική ζωή του τόπου, ενώ οι άμεσες συνέπειες του ακυρώθηκαν από τον Α. Τσίπρα μέσα σε λίγες μέρες.
Η δεύτερη θέση υποστηρίζει πως η πλειοψηφία του κόσμου αντιλήφθηκε τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα αίτια της κρίσης και αναπροσανατολίζεται πολιτικά, κάτι που αποτυπώνεται σιγά – σιγά στις δημοσκοπήσεις. Δηλαδή, οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως έχουμε φτάσει σε αυτήν την οδυνηρή κατάσταση, όχι γιατί εφαρμόστηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αλλά γιατί, αντιθέτως, επικράτησε ένας άκρατος κρατισμός που τον πληρώνουμε όλοι με την υπερφορολόγηση. Η φορολογική καταιγίδα αποβλέπει στη συντήρηση του υπέρογκου κρατικού τομέα, η ύπαρξη του οποίου παράγει γραφειοκρατία και διαφθορά, καταστάσεις που δημιουργούν πρόσθετο οικονομικό κόστος. Αυτή η αρρωστημένη κατάσταση, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, επενεργεί στις συνειδήσεις των πολιτών που αίρονται υπεράνω των μικροσυμφερόντων τους και τείνουν να σχηματίσουν μία μεταρρυθμιστική κρίσιμη μάζα. Το πολιτικό συμπέρασμα από αυτήν την ανάλυση είναι πως ένας λόγος μεταρρυθμιστικός, φρέσκος, καινοτόμος μπορεί να ευδοκιμήσει και να καταστεί πλειοψηφικός, αρκεί να βρει το κατάλληλο όχημα, ατομικό ή συλλογικό. Ηγέτη ή κόμμα. Όσοι αναλύουν την πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο δεν ισχυρίζονται πως έχει παγιωθεί μία θετική κατάσταση για τους μεταρρυθμιστές, αλλά πως τείνει να ανατραπεί μία αρνητική ισορροπία για αυτούς. Οι αντιστάσεις είναι πολλές και βαθιά ριζωμένες, αλλά η απομυθοποίηση του κίβδηλου διλήμματος «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» επέδρασε καταλυτικά στις συνειδήσεις.
Η προσωπική μου άποψη βρίσκεται πιο κοντά στην ανάλυση που κάνουν οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης. Και αυτό γιατί η ελληνική κοινωνία είναι μία βαθύτατα συντηρητική κοινωνία, υπό την έννοια της διατήρησης των κεκτημένων. Δεν είναι μία κοινωνία προσφοράς και αλληλεγγύης, αλλά περιχαράκωσης και αντίστασης. Η συνείδηση του ΟΧΙ εδράζεται πάνω σε αυτήν τη βάση και είναι πολύ δύσκολο να αποσαρθρωθεί. Όσες θέσεις και να κατακτήσει ο μεταρρυθμιστικός – ανανεωτικός λόγος, πολύ δύσκολα θα καταστεί πλειοψηφικός, γιατί θα προσκρούει στις αλλεπάλληλες οχυρώσεις της συντήρησης.
Και το πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν και είναι πως οι κύριοι φορείς του κρατισμού ήταν τα λεγόμενα αστικά κόμματα που τον παρήγαν και τον αναπαρήγαγαν, γιατί τους προσέφερε την εξουσία…liberal.gr